Αφηγήσεις για τα «πολιτικά»: 1936 -1974



Εισαγωγή

Η έρευνά μας έχει ως αντικείμενο εκείνες τις αφηγήσεις από τις συνεντεύξεις της ΟΠΙΑ που αφορούν τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου 1936-1974. Βασιστήκαμε σε περίπου σαράντα συνεντεύξεις, 25 από τις οποίες έχουν γίνει από τα μέλη της ΟΠΙΑ μέσα στα δύο χρόνια που υπάρχει η ομάδα μας. Το τοπίο, ωστόσο, αλλάζει με τα αποσπάσματα από δεκαπέντε συνεντεύξεις γυναικών της αντίστασης που προσέφερε από το προσωπικό της αρχείο η Τασούλα Βερβενιώτη, και με τις συνεντεύξεις που έδωσαν πρωταγωνιστές των γεγονότων του Πολυτεχνείου στους μαθητές του 54ου Γενικού Λυκείου Αθηνών, στο πλαίσιο της ερευνητικής εργασίας τους «Οι αφηγήσεις τους, η ιστορία μας»  το 2012-2013 (http://afigiseis54lykeioathinas.blogspot.gr/). Το αρχείο μπόρεσε να αξιοποιηθεί, αφού ταξινομήθηκε από την ΟΠΙΑ. Όπως είναι αναμενόμενο, οι συνεντεύξεις αυτές διαμορφώνουν μια πιο ηρωική ατμόσφαιρα από ό,τι αν είχαμε περιοριστεί στις δικές μας συνεντεύξεις.


Έχοντας χωρίσει την περίοδο 1936-1974 σε τρία μέρη, ξεκινάμε από τις αφηγήσεις για τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, την κατοχή και την αντίσταση (1936-1944).



Μέρος 1ο: 1936-1944

«Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας»

Τάκης Σινόπουλος, Φίλιππος



Μεταξική Δικτατορία

Στις πρακτικές της μεταξικής δικτατορίας ανήκουν η υποχρεωτική συμμετοχή στις παρελάσεις, όπου οι εργάτες παρελαύνουν με τα ρούχα της δουλειάς, η ένταξη των μαθητών στην ΕΟΝ, και ο μαθητικός εθελοντισμός, τα μαθητικά «τάγματα εργασίας», χάρη στα οποία δεντροφυτεύεται η Πάρνηθα. Οι εργάτες ωστόσο απολαμβάνουν πρωτόγνωρα εργατικά δικαιώματα, όπως είναι η κατοχύρωση του κατώτατου μισθού και η ασφαλιστική κάλυψη, γεγονός που καταγράφεται έντονα στη μνήμη μιας νεαρής τότε εργάτριας που έχει βιώσει την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας.



Πρώτες εντυπώσεις από τον πόλεμο και την κατοχή

Ο τορπιλισμός της Έλλης στην Τήνο το Δεκαπενταύγουστο που σήμανε την έναρξη του πολέμου της Ελλάδας με την Ιταλία, αποκτά βιωματική σημασία στα μάτια ενός δεκάχρονου παιδιού:


Και είδα το πλοίο που ανατιναζόταν και βυθιζόταν σιγά –σιγά αλλά και τον αλαλαγμό και τις φωνές που έτρεχε ο καθένας, γιατί ήθελε η χωροφυλακή… να μπούνε στα βαπόρια που ήταν αραγμένα στο λιμάνι, τρέχαμε, λοιπόν, όλοι, μας σπρώχνανε να πάμε στα βαπόρια, εγώ ήμουν κοντά στη μάνα μου, χάθηκε ο αδερφός μου ο Χρήστος, να κλαίει και να οδύρεται η μάνα μου, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω(Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Δ.Ξ., 9/6/13).


Οι σειρήνες πάλι είναι το κοινό βίωμα του πολέμου για τους κατοίκους των πόλεων, ειδικά για εκείνους που δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην ενημέρωση, καθώς λίγοι έχουν ραδιόφωνο και τηλέφωνο. Όταν μπαίνουν οι Γερμανοί στην Αθήνα αντικρίζουν μια έρημη πόλη που τους παρακολουθεί σιωπηλή μέσα από τις γρίλιες των κλειστών πατζουριών κι αυτό για μια αντιστασιακή αφηγήτρια αποτελεί την πρώτη μορφή αντίστασης.



Αλλαγή στάσεων και ταυτοτήτων

Μέσα από την εμπειρία της κατοχής οι νέοι συνειδητοποιούνται. Τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν, αλλά, βλέποντας τους μεγάλους προβληματισμένους, ενηλικιώνονται. Όσο κι αν εκπλήσσει, η Κατοχή αποτελεί το κατώφλι για το πέρασμα των νέων από την ΕΟΝ του Μεταξά στην ΕΠΟΝ του ΕΑΜ.


Τα στερεότυπα για τα φύλα καταρρέουν τόσο στον ενδυματολογικό κώδικα, καθώς μέσα στην ανέχεια της Κατοχής εξαφανίζονται τα καπέλα, όσο και στα ήθη, καθώς για τις οργανωμένες κοπέλες ο γάμος (με συναγωνιστές τους) αποτελεί το μέσο για να ξεφύγουν από τον περιορισμό της οικογένειας και να κάνουν ελεύθερα διαφώτιση. Και, έτσι, «πάνε» και τα προξενιά. Τα κορίτσια που αρχικά είχαν βοηθητικό ρόλο στον αντιστασιακό αγώνα, μέσω της οργάνωσης Λεύτερη Νέα, της μόνης γυναικείας οργάνωσης του ΕΑΜ/ΚΚΕ, ανταγωνίζονται τα αγόρια και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες στη Φοιτητική Λέσχη του Πολυτεχνείου.



Η πείνα και η μαύρη αγορά

Η εικόνα του θανάτου στην Κατοχή εντυπώνεται ως προσωπικό αλλά και συλλογικό βίωμα στις παιδικές συνειδήσεις: δρόμοι σπαρμένοι πτώματα «πρησμένα, πράσινα, κρυσταλιασμένα» που τα μαζεύουν με τα καροτσάκια, αλλά δεν δηλώνονται, ώστε να κρατήσει η οικογένεια το συσσίτιο· οικόπεδα που γίνονται νεκροταφεία για τους νεκρούς που δεν έχουν «χαρτιά». Η οργανωμένη στην Αλληλεγγύη και στη Μαθητική Νεολαία νέα παρακολουθεί την ταξική πορεία του θανάτου: πρώτα εξαφανίζονται οι οικογένειες από τα φτωχόσπιτα και στη συνέχεια η πείνα χτυπά και τα αστικά σπίτια.


Η εξαφάνιση των τροφίμων συνοδεύεται από την εμφάνιση του πληθωρισμού και τη μαύρη αγορά. Τα παιδιά κατανοούν την οικονομία του πληθωρισμού με την τιμή του ψωμιού: «Η Μαύρη Αγορά ήταν κάτι το τραγικό: τη μια μέρα η δραχμή είχε αξία μπορούσες να πάρεις ένα κιλό ψωμί με 10 δραχμές φερ’ ειπείν, την άλλη είχε 12, την άλλη είχε 15». Κι έτσι φεύγουν τα υφάσματα για τα κουστούμια του μπαμπά και τα χρυσαφικά της μαμάς και ειδικά εκείνο το μεγάλο διαμάντι. Περιουσίες ολόκληρες, το «σπίτι της Ιουλιανού» δίνεται για να εξασφαλιστεί «ένα τσουβάλι αλεύρι, ένα τσουβάλι φασόλια, ένα τσουβάλι φακές, ένα τσουβάλι... ρεβίθια» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη Ε.ΜΠΟΥ., 20/2/14).


Γονείς, γείτονες και φίλοι φροντίζουν για την εξασφάλιση των προς το ζειν: οι καλές σχέσεις του σιδηροδρομικού πατέρα σε κάθε σταθμό, ο λαδέμπορας νοικάρης, η μητέρα που ανεβαίνει στα τρένα και γυρνάει με σακιά πατάτες «τις μισές σάπιες», το ταξίδι του πατέρα στους Μολάους, φέρνουν στο τραπέζι της οικογένειας αλλά και των γειτόνων όσπρια, σιτάρι, τενεκέδες με λάδι και αρμαθιές σύκα:


Την άλλη μέρα ξεκίνησε ο αδερφός μου ο Γιώργος με τον πατέρα μου και πήγανε με το καρότσι να κόψουν ξύλα στη Ραφήνα. Στο Σταυρό της Αγίας Παρασκευής υπήρχε έλεγχος από Γερμανούς. Αυτοί πήγαν εκεί, φόρτωσαν το κάτω καρότσι με μπετόνια λάδι και σύκα και από πάνω βαλαν τα ξύλα, ε… ιδρωμένοι, καταϊδρωμένοι τόσα χιλιόμετρα, ερχόντουσαν με τα πόδια, περάσανε και το… Είδαν τα ξύλα οι Γερμανοί και τους αφήσανε» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Δ.Ξ., 9/6/13).


Έτσι, μέσα από το δίκτυο των προσωπικών σχέσεων αναπτύσσεται η γκρίζα ζώνη της μαύρης αγοράς, η οποία παρά τις αρνητικές συνδηλώσεις της αποτέλεσε, στην πραγματικότητα, αναγκαία προϋπόθεση της επιβίωσης· κάποιοι το λένε καθαρά, κάποιοι το παρουσιάζουν ως πράξη αλληλεγγύης: η μητέρα χώνει «κάτω από τη μασχάλη ένα μπουκάλι λάδι, μια τσαπέλα σύκα» και τα πηγαίνει «εκεί που έχει ανάγκη», τα πορτοκάλια από τον Πειραιά που εκτίθενται μέσα σε καλαθάκια στο παράθυρο, αγοράζουν ένα μπουκάλι λάδι και αυτό σταδιακά αβγατίζει και γίνεται τενεκές. Όταν όμως είσαι ξένος, είσαι αποκομμένος από τα δίκτυα της μαύρης αγοράς, όπως η οργανωμένη στην ΟΚΝΕ καθηγήτρια που έχει πάρει δυσμενή μετάθεση στο Αίγιο: «...δεν ξέραμε και κανέναν εκεί, τότε κατάλαβα τι είναι πείνα. Δεν μπορούσαμε να βρούμε ν’ αγοράσουμε τίποτα» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Ε.Κ., 18/11/89).



Τα συσσίτια

Τον δραματικό χειμώνα του ‹41 γίνεται έντονο το αίτημα για οργάνωση συσσιτίων. Το δελτίο που παρέχει η κατοχική κυβέρνηση το ‹43 δεν επαρκεί και έτσι, μόλις η δεκάχρονη αφηγήτρια -ένα από τα παιδιά της Αντίστασης- μαθαίνει πως δίνεται παιδικό δελτίο σε ένα αρχοντικό της Ερμού κατεβαίνει απ’ τους Αμπελοκήπους με τα πόδια. Πενία τέχνας κατεργάζεται και ο τότε οκτάχρονος αφηγητής χρησιμοποιεί την επινοητικότητά του για να εξασφαλίσει και μια μερίδα για τους γονείς:


Στην έξοδο με ρωτούσαν: «Πού είναι η καραβάνα σου;», «Την έχει ο αδελφός μου». Πήγαινα στην κάτω πλευρά του κτιρίου και περίμενα καρτερικά. Εκείνος έτρωγε και ζητούσε περίσσευμα και πλησίαζε το παράθυρο, έβγαζε την καραβάνα έξω, μάζευα το σκοινί και στην επόμενη γωνία του δρόμου έβρισκα τον αδελφό μου και παίρναμε φαγητό στο σπίτι (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Δ.Φ., 1/1/13 ).


Συσσίτια οργανώνονται σταδιακά από το ‘42 και στους μαζικούς εργασιακούς χώρους. Στα εργοστάσια γίνονται στάσεις εργασίας με αίτημα την παροχή συσσιτίου. Στο υφαντουργείο του Δρακόπουλου διεκδικούν «αυθόρμητα» και εξασφαλίζουν ένα συσσίτιο με τα λάδια των μηχανών που τα βράζουν με πορτοκαλόφλουδες «για να μη μυρίζουνε» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Β.Λ., 1/9/89).



Οδύνη βιωμένη - Οδύνη αφηγημένη

Η γερμανική κατοχή έχει αποτυπωθεί στη μνήμη των αφηγητών με μελανά χρώματα: Οι Γερμανοί καίνε ζωντανούς τους τρόφιμους ψυχιατρείου στη Σούδα, φυλακίζουν, βασανίζουν και εκτελούν τους αντιστασιακούς. Αλλά με ακόμη μελανότερα χρώματα σκιαγραφείται η δράση των Ελλήνων συνεργατών τους, των ταγματασφαλιτών που εισβάλλουν στα σπίτια, πλιατσικολογούν, συλλαμβάνουν και εκτελούν αντιστασιακούς για αντίποινα ή τους σκοτώνουν στο ξύλο στα γραφεία της Μέρλιν. Η δεκατριάχρονη τότε αφηγήτρια τρέχει με ένα κατσαρολάκι φαΐ οπουδήποτε κρατούνται τα οργανωμένα στην Αντίσταση αδέρφια της και αναγνωρίζει τον ξυλοκοπημένο μέχρι θανάτου αδερφό της από τα πέδιλα από σαμπρέλα:


Ξαναμπαίνω μέσα όπου είδα τους ταγματασφαλίτες να κουβαλάνε δύο ανθρώπους πού 'χανε βασανίσει… και ήτανε πτώματα, και μάλιστα με κρατήσανε έξω από μια πόρτα, για να περάσουνε. Πηγαίνοντας στο γραφείο που θυμάμαι ότι είχα ξεχάσει το ζακετάκι μου, είδα μια ανοιχτή πόρτα… Εμείς τότε φορούσαμε πέδιλα που τα έφτιαχνε ο τσαγκάρης από σαμπρέλες… Κι είδα τα πόδια του αδελφού μου, μ’ αυτά τα πέδιλα (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Μ.ΑΝΤ., 19/3/14).



Σκηνές αντίστασης

Η πείνα, η βία και η κοινωνική αδικία σπρώχνουν τους νέους στην Αντίσταση: «Πηγαίναμε να πεθάνουμε για την ωραία ζωή» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Διδώς Σωτηρίου, 1/4/89).


Οι οπτικές διαφοροποιούνται ανάλογα με την ένταξη ή μη των αφηγητών. Η νεαρή τότε και προοδευτικών πεποιθήσεων αφηγήτρια αποδίδει τη μη ένταξή της στην ελευθερία που παρείχε η μεγαλούπολη σε αντίθεση με τα χωριά. Αντίθετα, για εκείνους που οργανώθηκαν στο ΕΑΜ η ροή ήταν αυτονόητη: «Μου είπε για τα ιδανικά της ισότητας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και εγώ συγκινήθηκα» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Μ.Κ., 9/9/88).


Συνθήματα στους τοίχους και πανό στα Εξάρχεια, κρυμμένα όπλα και χειροβομβίδες για το βουνό, προειδοποιήσεις και ξυλοδαρμοί προδοτών και κοριτσιών που πηγαίνουν με Γερμανούς, εκτελέσεις συνεργατών των Γερμανών, αποτελούν πρακτικές της Αντίστασης στην Αθήνα.


Οι τελευταίες μέρες της Κατοχής σημαδεύονται από τις μάχες του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση των συνοικιών, τα μπλόκα των Γερμανών, τη δράση των δοσίλογων που βγαίνουν με τις κουκούλες και δείχνουν με το δάχτυλο. Από την ελεύθερη περιοχή του Γκύζη κατεβαίνουν νύχτα στην Αθήνα μέλη του Λόχου Σπουδαστών του ΕΛΑΣ, για να γράψουν ή να φωνάξουν συνθήματα με χωνί ή τελεβόα. Για να πας στη Νέα Ελβετία, περνάς «σύνορα» και το Δουργούτι το καίνε, γιατί «τους ήταν καρφί στο μάτι», καθώς όλο σχεδόν το ‘44 «ήταν Ελεύθερη Ελλάδα. Δεν μπορούσε να πατήσει Γερμανός» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Κ.Μ., 30/5/95).



Μέρος 2ο: 1944 - 1967

Η απελευθέρωση

Η απελευθέρωση της Αθήνας είναι μια οριακή στιγμή για όλους τους κατοίκους της, τόσο του κέντρου όσο και των συνοικιών. Στις διαδηλώσεις που ακολουθούν συμμετέχουν όλοι: οι οργανωμένοι που κατεβαίνουν στο κέντρο συντεταγμένοι, ο ανοργάνωτος νεαρός που παρακούσει την εντολή της μάνας τους και κατεβαίνει, αλλά τρομάζει από την «οχλαγωγία και τις ζητωκραυγές» και φεύγει, όσο και η νεαρή που τότε εγγράφεται στην ΕΠΟΝ «δεν ήταν επιλογή, δηλαδή, ήτανε ροή κατά κει» μας είπε.


Το ‘βάρος’ των γεγονότων της κατοχής όμως ήταν μεγάλο και εκδηλώθηκε εκρηκτικά. Στην Καλογρέζα, η Αθηνά Π. αναφέρεται σε πράξεις αντεκδίκησης απέναντι στους δοσίλογους.


Είχαν πιάσει καταδότες και τους είχανε φυλακίσει οι αντάρτες, τους είχανε ξυλοφορτώσει οι κάτοικοι αυτούς… Θυμάμαι που μούλεγε η μαμά μου ότι πηγαίναν και τους φτύνανε, ας πούμε. Και κείνη πήγε και δεν τ’ άντεξε να τους φτύσει. Γιατί ήτανε τόσο χάλια που σηκώθηκε κι έφυγε. Παρότι είχε θύμα η μάνα μου. Και λέει δεν αξίζει τον κόπο να συνεχίζουμε αυτό το σκηνικό (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Αθηνάς Π., 22/5/2014)


Το σκηνικό όμως συνεχίστηκε πιο έντονο –όχι μόνο με φτυσίματα. Το Δεκέμβρη 1944, με τη Μάχη της Αθήνας.



Δεκέμβρης 1944

Οι συνοικίες της πόλης ήταν πολιτικά και ταξικά χωροθετημένες: «το Κολωνάκι και του Μακρυγιάννη δεν τα πήραμε το Δεκέμβρη», είπε η Πάτρα. Η νεαρή Μυρτώ που έμενε στα Εξάρχεια, ψηλά προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, βρισκόταν σε διασταυρούμενα πυρά. Τα Εξάρχεια ήταν αριστεροί, ενώ κάτω μέχρι τη Σχολή Ευελπίδων ήτανε οι δεξιοί. «Στο πάρκο δεν πρόφθανες να περάσεις γιατί κι η Κυψέλη ήταν αριστερή». Παράλληλα αλλάζουν και οι χρήσεις των τόπων. Ο ΕΛΑΣ κατέλαβε το σπίτι ενός αστυνομικού και το μετέτρεψε σε γραφεία του. Τα γωνιακά σπίτια ήταν τα πιο ευάλωτα. «μπορούσαν να σου πάρουνε το σπίτι, επειδή ήταν γωνιακό, να το τινάξουνε για να κάνουν οδοφράγματα» είπε η Μυρτώ και συμπλήρωσε ότι τα μπροστινά δωμάτια (τα καλά) δεν τα χρησιμοποιούν.


Και οι κοινωνικοί φυλετικοί ρόλοι επανακαθορίζονται. Στην αρχή κάποιες νεαρές επονίτισσες έκαναν τις νοσοκόμες ή συγκέντρωναν λάδι και τσιγάρα για τους αντάρτες. Όσο όμως οι μάχες εντείνονταν η απόσταση από το να κρατάνε το τηλέφωνο μέχρι να κρατούν όπλο μίκραινε:


Τί θα φάνε, αν θα φάνε, τα τηλέφωνα, τα μηνύματα… για όποιο πράγμα δεν υπήρχε αρμόδιος το έκανα εγώ […]. Εγώ δεν είχα αίσθηση του κινδύνου και κράταγα τις δύο νάρκες. Μου λέει ο Βαμβακάς που καταλάβαινε τι σήμαινε να κουβαλάς δύο νάρκες. Γεια σου βρε Μαρίααα. Εγώ δεν αισθανόμουν ότι κάνω κάτι. (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Μαρίας Κ., 9/9/1988).


Μέσα σε τέτοιες συνθήκες το να ζήσεις ή να πεθάνεις ήταν εντελώς συμπτωματικό και η θέα των νεκρών, των πτωμάτων, κάτι το σύνηθες. Ο στίχος του Σεφέρη «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας» απηχεί την απόλυτη πραγματικότητα που μεταβιβάζεται και στις επόμενες γενιές.


Ο μπαμπάς μου μούχε πει ότι όταν έβρεξε, έβρεξε, και τα πτώματα τα κατέβασε τουμπανιασμένα στου Γκύζη το ρέμα, γιατί, ήταν τόσο πολλοί οι νεκροί που κατεβαίναν τουμπανιασμένα και ο πατέρας μου επειδή αυτοί γυρνάγανε και μπαίνανε στα σπίτια με κλωτσιές και όποιον βρίσκαν παιδάκι, αγόρι το καθαρίζαν κατ’ ευθείαν και ο πατέρας μου για να γλιτώσει, έζησε κάτω απ’ τα πτώματα τρεις μέρες, από αυτά τα τουμπανιασμένα πτώματα. (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της οικογένειας Χ, 17/11/2013).


Αλλά η ζωή συνεχίζεται και τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν, ενώ «από πάνω να έρχονται τα αεροπλάνα και να πέφτουνε πυροβολισμοί». Ρίχνανε οβίδες «ήμασταν καμιά 15 αριά στο πεζοδρόμιο αυτό το οποίο παίζαμε 2-2 την ντάμα η την τρίλιζα».


Ύστερα βρίσκαμε στο δρόμο ε….. ή χειροβομβίδες η βλήματα και κοιτάγαμε πώς να τα βγάλουμε […] Βγάζαμε λοιπόν το βλήμα και παίρναμε το μπαρούτι από μέσα, από το βλήμα. Το μπαρούτι αυτό το κάναμε, όπως είναι το Πάσχα, που χτυπάνε τις στρακαστρούκες(Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Δ.Ξ., 9/6/13).



Και ο πόλεμος συνεχίζεται… εμφύλιος αυτή τη φορά

Και οι μάχες του Δεκέμβρη τελείωσαν, αλλά ο πόλεμος δεν τελείωσε για όσους επέμεναν ακόμα να έχουν βαθειά μες την καρδιά τους «Λαοκρατία και όχι Βασιλιά». «Και όλο και πιο σιγά και όλο πιο σιγά να μιλάμε. Κλειστά τα εξώφυλλα να μη φαίνεται ότι ζούμε μέσα. Στο σκότος ζούσαμε». Στο σκότος έζησε ενάμιση χρόνο, μέχρι που την πιάσανε. Και στη συνέχεια άρχισαν τα έκτακτα στρατοδικεία και οι μητέρες έστελναν τηλεγραφήματα στη βασίλισσα Φρειδερίκη: «Μεγαλειοτάτη που είστε μητέρα…» σώστε το παιδί μου.


Και τελικά ήταν «Πολύ δύσκολο να κρυφτείς έστω γιατί, γιατί ήταν τόσο πολύ η αστυνομία» μας είπε μια γυναίκα μη οργανωμένη που αργότερα, πολύ αργότερα, παντρεύτηκε έναν κομμουνιστή. Και ένα τότε κορίτσι που ζούσε σε μια γειτονιά μας είπε: «Κατά κύριο λόγο τους είχανε φέρει από αλλού, τους αστυνομικούς δηλαδή, και τους βάζανε και παίζανε το ρόλο τους.»


Και ήταν τότε που «έγινε η μετανάστευση μπορώ να πω των ανθρώπων από τα χωριά» στην Αθήνα. Αλλά και άλλες μετακινήσεις, πολλές έγιναν στη διάρκεια του εμφύλιου. Είναι αλήθεια ότι τότε η πόλη αύξησε τους κατοίκους της.


Σε καμιά μαρτυρία δεν είναι σαφές πότε τελείωσε αυτός ο πόλεμος. Πιθανόν όταν ξεκινούν να αποκτούν καλούδια: «κουτιά με τσίχλες, σοκολάτες, είχανε κάτι μικρές κονσέρβες, με μαρμελάδα, τέτοια πράγματα.». Όλοι όμως οι αφηγητές μας είπαν ότι στη δεκαετία του 50 ζούσαν πολύ φτωχικά, ακόμα και αυτοί που θεωρούνταν κοινωνικά ευνοημένοι, αφού είχαν τη δυνατότητα να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο, γιατί η παιδεία δεν ήταν δωρεάν.


Με πόνο ψυχής η μάνα μου… πως τα έβγαζε για να μου δώσει τρεισήμισι χιλιάδες. Ήτανε μυθικό ποσό τότε και το πληρώναμε, ευτυχώς, μας κάνανε, σε δύο δόσεις. Τα πληρώναμε στα υπόγεια της Νομικής, κάτω, είχε τα ταμεία μέσα, πηγαίναμε στις 4:00 το πρωί για να ανοίξει αυτός, στις 8:00, ο ταμίας (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Ν.Μ., 11/04/2014).


Εάν δεν πλήρωνες δεν μπορούσες να δώσεις εξετάσεις.


Στη μετεμφυλιακή κοινωνία η επικράτηση των «εθνικοφρόνων», η επιδίωξη να μην εκφράζονται διαφορετικές ιδέες, το γεγονός ότι ένα πολιτικό κόμμα ήταν εκτός νόμου από το 1947 έως το 1974, δείχνει και το μέτρο της δημοκρατίας που επικρατούσε. «Εκείνον τον καιρό μιλούσαν για συμμοριτοπόλεμο. Μετά τον είπαν ανταρτοπόλεμο», μας εξήγησε μια κυρία.


Στις αρχές της δεκαετίας του 60 δημιουργείται ένα νεολαιίστικο κίνημα. Γίνονται απεργίες στα εργοστάσια για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας και οι εκτοπισμένοι και φυλακισμένοι βγαίνουν από τους τόπους κράτησης. «Λοιπόν μου έχουν δώσει άδεια και δεν μου έχουν δώσει απολυτήριο και τόχω το χαρτί γιατί ότι ώρα ήθελαν με ξαναβουτούσανε. (γέλια).» Και ο αντικομμουνισμός σιγά σιγά έπαψε να έχει τόσο μεγάλη πέραση. Μια δεξιά εργάτρια στην απεργία της Τριούμφ είπε στον εργοδότη «κομμουνίστριες ξεκομμουνίστριες για τα συμφέροντα τα δικά μας παλεύουνε και όχι για τα δικά σας. Και σεις έχετε άλλα συμφέροντα και μας τα δείξατε ποια είναι.» Υπάρχουν και τα δίκτυα οικογενειακής αλλά και πολιτικής υποστήριξης. «Και μου δώσανε 15θήμερη αποβολή, ναι, η οποία δεν είχε και πολλή σημασία, γιατί επενέβηκε ο Δήμαρχος μετά, που ήταν αριστερός, επενέβηκε ένας θείος δικηγόρος που είχα, ας πούμε, στο σχολείο και έτσι δεν…» Εννοεί ότι δεν πήρε κακή διαγωγή, αλλά «κοσμιωτάτη».



Οι μνήμες ακολουθούν υπόγειες διαδρομές

Οι μνήμες κυρίως για όσους διώχτηκαν είναι συγκεχυμένες. «Εγώ δεν ξέρω πού να τα κολλήσω. Είμαι χύμα.» είπε η νεαρή που έγινε επονίτισσα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Μια άλλη πιο πολύπαθη μας είπε «Ψάχνω να βρω από αυτή την περίοδο και δε θυμάμαι τίποτα.».. Μια νεαρή τότε κοπέλα προσπαθεί να θυμηθεί το έγινε μετά την εκτέλεση του αδελφού της:


Η μητέρα μου δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, για μήνες μπορώ να πω, όταν έμαθε ότι σκοτώθηκε ο αδελφός μου. Ο πατέρας μου δεν έπεσε στο κρεβάτι. Έκανε βόλτες αναστενάζοντας. Η αδελφή μου ήταν χαμένη βέβαια γιατί δεν μπορούσε να εμφανιστεί. Κι εγώ μικρό παιδί… ούτε ξέρω τι έκανα. Δεν θυμάμαι τι έκανα. Τι τρώγαμε… Φαντάζομαι ότι απ’ τους από κάτω θα τρώγαμε (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Μ.Α., 19/3/2014).


Kάποιοι φαίνεται ότι θυμούνται, αλλά δεν θέλουν να μιλήσουν «Ο άντρας μου δεν μίλησε ποτέ για ποια νησιά επήγε και ποτέ για το πώς πέρασε. Από διάφορες όμως φωτογραφίες που έστελνε στη μητέρα του κλπ ξέρω ότι επήγε Αι Στράτη, επήγε Ικαρία». Δεν μίλησε ούτε στα παιδιά του.


Σε μια άλλη οικογένεια, όπου η μεγάλη αδελφή που έπαιζε το ρόλο της μάνας εξήγησε στα μικρότερα αδέλφια «και από δω και πέρα δε θα μιλάτε!». «Ο Δημητρός σκοτώθηκε παίζοντας μπάλα!». Όσο όμως και να τις σκεπάσεις οι μνήμες ακολουθούν υπόγειες διαδρομές. Ο αδελφός του Δημητρού λίγο πριν πεθάνει είπε:


Ο Δημητρός με περιμένει! Είναι ΟΛΟ το άγημα, ΟΛΑ τα παιδιά, ο Δημητρός είναι πρώτος! Τον βλέπω! Με τις μπότες του, τις ε, αυτές τις γερμανικές μπότες που έχει πάρει απ’ αυτόν τον Γερμανό, και ε, με περιμένουν κι εμένα! Είναι ΟΛΟ το άγημα εκεί! Όλα τα παιδιά! Εκεί πηγαίνω κι εγώ! (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της οικογένειας Χ, 17/11/2013).



Μέρος 3ο: Η Δικτατορία (1967-1974)

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ακολουθούν οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961, η ταραγμένη πολιτικά περίοδος των Ιουλιανών και η δικτατορία του 1967.



Η πρώτη νύχτα

Οι αφηγήσεις αναδεικνύουν μια χαρακτηριστική σκηνή από το πρώτο βράδυ που επιβλήθηκε η δικτατορία. Την εμπειρία ενός στρατιώτη, αξιωματικού στο Πεντάγωνο:


Θυμάμαι τότε ήμουνα αξιωματικός και υπηρετούσα στο Πεντάγωνο, επάνω στην Αθήνα... Εκείνη τη μέρα, η μέρα ήταν ημέρα Παρασκευή. Πέμπτη προς Παρασκευή πρωί ξημέρωσε, έγινε η Δικτατορία γύρω στις 3 με 4 το πρωί […] Ε, εκείνη τη μέρα λοιπόν [...] πήγαμε μέσα κι απ’ εκεί κι ύστερα μείναμε, αν θυμάμαι καλά γύρω στις 10 μέρες με 12 δεν βγήκε κανείς έξω. Απαγορευόταν μας είχανε βάλει στρατιώτες μέσα που μας φυλούσαν μέσα στα γραφεία. Μέσα στα γραφεία, ούτε απ’ τα γραφεία δεν μας άφηναν να φύγουμε […]


Ήμασταν κάθε μήνα ένας υπηρεσία. Ένας συνάδελφος λοιπόν που ήταν εκείνο το βράδυ υπηρεσία τον φέρανε σηκωτό, είχε πάθει σοκ γιατί του μπήκαν το βράδυ με το πιστόλι και τον σημαδεύανε και του λένε «Σήκω φύγε από δω εμείς αναλαμβάνουμε κλπ», χωρίς τίποτα με στολές εκστρατείας και καταλάβαν το Πεντάγωνο οι μυημένοι στη Δικτατορία από τον Παπαδόπουλο κλπ και καταλάβαν το Πεντάγωνο.(Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Ν.Μ., 11/04/2014)



Η καθημερινότητα, οι απαγορεύσεις, οι διώξεις

Η καθημερινότητα στη διάρκεια της δικτατορίας επηρεάζεται από τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που επιβάλει το καθεστώς: λογοκρισία στην αλληλογραφία, στον τύπο, την μουσική και τον κινηματογράφο, η απαγόρευση των συναθροίσεων, ο έλεγχος των φοιτητικών συλλόγων, η έλλειψη προσωπικών ελευθεριών.


Το μόνο που με ενοχλούσε εμένα πολύ, ήτανε, επειδή δεν μπορούσα να ακούσω μουσική που μου άρεσε, Θεοδωράκη ας πούμε. Το ότι έμπαινε λογοκρισία δηλαδή αυτό με ενοχλούσε πάρα πολύ. Το ότι δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε 3-4 μαζί. Με ενοχλούσε. Υπήρχαν δηλαδή περιορισμοί της ελευθερίας. Και φυσικά στο Πανεπιστήμιο δεν είχαμε αιρετούς συνδικαλιστές στους φοιτητικούς συλλόγους. Ερχόταν ένας και έλεγε: Ξέρετε είμαι ο πρόεδρος του τμήματος (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Ν.Σ., 20/06/2013).


Οι νέοι αποτελούν κίνδυνο για το καθεστώς και λαμβάνονται μέτρα για να καμφθεί η όποια αντίστασή τους: επιστρατεύονται οι πολιτικοποιημένοι φοιτητές και άλλοι εξαναγκάζονται να παρατήσουν τις σπουδές τους:


Είχε βγει ένα διάταγμα για τη στράτευση των φοιτητών. Να διακόπτεται η φοιτητική θητεία και να πηγαίνουν στο στρατό οι φοιτητές. Επειδή ήξερε η χούντα ότι σε όλα τα πανεπιστήμια γινότανε… γινόντουσαν συζητήσεις, φοβόταν το κομμάτι των φοιτητών ότι κάποια στιγμή θα ξεσηκωθεί εναντίον της… προσπαθούσε να σπάσει… αυτό … αυτό το κλίμα βάζοντας μέσα και ανθρώπους δικούς της (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Α.Χ., 2012-2013).


Οι παρακολουθήσεις των χαφιέδων, οι διώξεις πολιτικοποιημένων νέων και μεγαλύτερων ανθρώπων, οι προσαγωγές και οι μακρόχρονες εξορίες κάνουν ακόμα πιο σκληρό το καθεστώς:


Πάντοτε, πάντοτε παρακολουθούσανε. Θυμάμαι περνούσε το 100, έκανε περιπολίες κλπ και πήγαινε κυρίως στους ανθρώπους που γνωρίζανε, είτε γιατί τους είχανε καταδώσει κάποιοι που ήταν αριστερών τάσεων, ας μην πούμε κομμουνιστές που τους λέγανε αυτοί, κομμουνιστές τους λέγανε, των αριστερών τάσεων πηγαίνανε στα σπίτια τους, τους τρομοκρατούσαν τους ίδιους τους ανθρώπους εκεί πέρα μέσα […] Όποτε γινόταν κάτι τους μαζεύανε, τους κλείνανε μέσα, τους κρατούσανε δυο τρεις μέρες και μετά τους αφήνανε να φύγουνε (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Ν.Μ. 11/04/2014).



Μορφές αντίδρασης / αντίστασης στην Ελλάδα

Η αντίσταση στο καθεστώς γίνεται κυρίως από νέους σε ηλικία και φοιτητές που ήθελαν να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Αρκετοί όμως δεν συμμετέχουν λόγο θέσης ή φόβου: «Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και να ήθελε να εκδηλωθεί φοβότανε, απείχε από τέτοιες δραστηριότητες, ήτανε κοντά στην σύνταξη ο άνθρωπος, καταλαβαίνετε, ας πούμε με υποχρεώσεις» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Ν.Σ., 20/06/2013).


Η αντίσταση αφορά πράξεις όπως οι δημόσιες διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις κ.ά.


Πηγαίναμε ας πούμε, ξέρω γω, στο Μουσείο. Υπήρχε ένα καφενείο εκεί μπροστά στο Εθνικό Μουσείο και υπήρχε η οδηγία να πάμε, να κάτσουμε, να πιούμε έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα και ξαφνικά θα σηκωνόταν κάποιος και θα έλεγε: Κάτω η Χούντα. Και θα σηκωνόμασταν όλοι μαζί και θα ήταν σαν να ήταν το σύνθημα. Πηγαίναμε λοιπόν και καθόμασταν 200-300 άτομα κάθε φορά και σηκωνόταν κάποιος και έλεγε: Τώρα, τώρα. Σηκωνόμασταν όλοι όρθιοι, απ’ τις καρέκλες, ας πούμε, φωνάζαμε: Ψωμί - Παιδεία -Ελευθερία, Κάτω η Χούντα, Κάτω η Χούντα! Ερχόντουσαν οι αστυνομικοί, τρέχαμε, όσοι προλαβαίναμε και γλυτώναμε και δεν τους πιάνανε (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Θ.Σ., 12/01/2013)



Το Πολυτεχνείο και η Νομική Σχολή

Βασικής σημασίας για την ανατροπή της χούντας είναι οι καταλήψεις της Νομικής Σχολής και του Πολυτεχνείου. Και στις δύο συμμετείχαν κυρίως νέοι. Εκτός των κατειλημμένων όμως χώρων βρίσκονται, ως αλληλέγγυοι, άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, εργάτες, αριστεροί κ.ά.


Πήγαινα λοιπόν, όταν ήταν η Νομική Σχολή, που έγινε το πρώτο ξεσήκωμα ας πούμε της νεολαίας στη Χούντα και είχαν ανέβει επάνω και τα χαιρόμουνα τα παιδιά κλπ, Γιατί βέβαια εγώ ήμουν μεγάλη, ούτε μπορούσα να μπω στο Πολυτεχνείο ε… στη Νομική Σχολή, αλλά το να πηγαίνει κόσμος από κάτω κάτι ήταν. Δηλαδή το μεγάλο μπαμ και το μεγάλο γεγονός ήτανε οι ίδιοι οι φοιτητές, αλλά του να υπάρχουν από κάτω και 100-200 άνθρωποι, ότι συμμετείχαν, ότι τους βοηθούσαμε έστω και με την παρουσία μας κάτι ήταν, κατά τη γνώμη μου. Και πήγαινα. (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Λ.Μ., 20/02/2014)


Η σημασία του Πολυτεχνείου ήταν μεγάλη, γιατί έδωσε την ελπίδα της ελευθερίας παρ’ όλα τα συναισθήματα φόβου που συνυπήρχαν σε όσους συμμετείχαν.


Η εισβολή των τανκς περιγράφεται «δραματικά». Ο φόβος είναι αυτός που υπερτερεί τη στιγμή αυτή: «Όταν κατέβηκαν πια τα τανκς στο Πολυτεχνείο, ο κόσμος έσπασε, ναι, και μείναμε εμείς οι περισσότεροι μέσα και οι άλλοι κάπου στις άλλες γωνιές και έξω φόβος και τρόμος.»(Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Θ.Σ., 12/01/2013).


Σημαντική είναι η βοήθεια των φαντάρων που αντίθετα με το ρόλο που τους έχουν αναθέσει δίνουν διέξοδο στους νέους να εγκαταλείψουν το κτίριο και να αποφύγουν τη σύλληψη: «Νομίζω ότι ο στρατός, πολλοί φαντάροι δηλαδή, διευκόλυναν την έξοδο των φοιτητών από το πολυτεχνείο. Σε αντίθεση με τους αστυνομικούς που μπήκανε μέσα και διαλύσανε τα πάντα, ότι υπήρχε» (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη του Α.Χ. σε μαθητές του 54ου ΓΕΛ Αθηνών).


Και έξω από το Πολυτεχνείο η αλληλεγγύη των γειτόνων είναι αυτή που «σώζει» τους φοιτητές που βγαίνουν από τον χώρο:


Και πατάγαμε όλα τα κουδούνια από όλες τις πόρτες εκεί στις πολυκατοικίες. […] Και είχαν μείνει αυτοί οι αρχιτέκτονες ειδικά για να ανοίξουν την πόρτα και να προστατέψουν τους φοιτητές. […] Καθίσαμε όλη τη νύχτα. Και το επόμενο πρωί… ε, ήρθε η αστυνομία εκεί έξω και λέει: Έλα, βγείτε. Με κάτι τηλεβόες. […] Οπότε ήτανε ένας δικηγόρος, εκεί στην πολυκατοικία και λέει: Παιδιά να μην βγείτε με τίποτα (Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Θ.Σ., 12/01/2013)



Δικτατορία: το τέλος

Το τέλος της δικτατορίας, λίγους μήνες μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου, αναπτερώνει το ηθικό των ανθρώπων και δίνει τη δυνατότητα να αισιοδοξήσουν για ένα καλύτερο μέλλον:


«Μετά από μια βαριά, πες, μια πολύ βαριά θλίψη, πως τη λέμε; [ρωτάει τον άντρα της, αλλά συνεχίζει] σκοτεινιά και φοβέρα [ο άντρας μιλάει αλλά δεν ακούγεται τι λέει] ήταν μια αισιοδοξία. Πω! Πω! Έφυγε η Χούντα!. Θα αναπνεύσουμε! Θα ζήσουμε ελεύθεροι και λοιπά…(Αρχείο ΟΠΙΑ, συνέντευξη της Θ.Σ., 12/01/2013).