«Αχ, νάταν η ζωή μας Σαββατόβραδο».



1. Αχ! νάταν η ζωή μας Σαββατόβραδο! Η ψυχαγωγία στην Αθήνα 1930 – 80  


2. Η ψυχαγωγία είναι κοινωνική και ατομική ανάγκη και οι μορφές που παίρνει αντανακλούν την εποχή, τις σχέσεις και τις αξίες των ανθρώπων. 

Οι μαρτυρίες μας ξεκινάνε από τη δεκαετία του ’30 και φθάνουν στη δεκαετία του ’80. Στο διάστημα αυτό παρατηρούμε ότι όσο πιο πίσω πάμε, τόσο οι Αθηναίοι συνδημιουργούν την ψυχαγωγία τους και συμμετέχουν μαζικά σ’ αυτήν. Επίσης μοιράζονται μέσα και τρόπους ψυχαγωγίας. Πολλά «δρώμενα» είναι μέρος και προϊόν μιας ζωντανής σχέσης που είναι η γειτονιά, η ευρύτερη οικογένεια, η παρέα, κι εμπεριέχουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε αλληλεγγύη, αλλά τότε δεν είχε κανένα όνομα και ήταν αυτονόητος κανόνας συνύπαρξης. Συμβαίνουν σε ανοιχτούς χώρους, υπάρχει αισθητό «ανακάτεμα» ηλικιών, εισοδηματικών κατηγοριών, αλλά όχι τόσο των φύλων –μ’ εξαίρεση την περίοδο της Κατοχής-Αντίστασης, και τα χρήματα δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόλαυσή τους. Ωστόσο υπάρχουν και κάποιες σαφείς διαφοροποιήσεις στον τρόπο ψυχαγωγίας πιο εύπορων οικογενειών. Με την πάροδο του χρόνου οι Αθηναίοι γίνονται θεατές-καταναλωτές σε μορφές ψυχαγωγίας πιο εμπορευματοποιημένες και λιγότερο κοινωνικές. Η ψυχαγωγία αρχίζει να στεγάζεται κι απομακρύνεται από τον ανοιχτό, ελεύθερο, δημόσιο χώρο.


3. (τραγούδι) Το Σαββατόβραδο Σαββάτο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός Ανέστη, ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά.  


4. (Φωνητικό) Γιάννης «Αυτό το τραγούδι, αποτυπώνει, ΑΚΡΙΒΩΣ, τη ζωή, τη δική μου στο Γαλάτσι και σχεδόν, σ’ όλες τις γειτονιές, της Αθήνας … ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ! 


5. (Οικονομίδης) Νίκος, γεν.1933 Πραστό Αρκαδίας Το Σαββατόβραδο, μετά το σχόλασμα, η πόλη πλημμυρίζει κόσμο: Οι Αθηναίοι έβγαιναν να πάνε σινεμά, ή σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Το ’53 που ήρθε ο Νίκος στην Αθήνα, υπήρχαν συγκεκριμένοι «προορισμοί» για τις λαϊκές εξόδους: το Πεδίο του Άρεως, με το «Άλσος» του Οικονομίδη -που ήταν και «νυφοπάζαρο»- και το πιο ακριβό Γκρην Παρκ, που άνοιξε αργότερα. Είχανε μουσική, ήταν φθηνά, την έβγαζαν με καμιά πορτοκαλάδα. Καμιά φορά πηγαίνανε και στο Λαϊκό Θέατρο του Κατράκη. Άλλες επιλογές ήταν το Άλσος Παγκρατίου και η Αίγλη του Ζαππείου.  


6. (τραγούδι) στο Ζάππειο μια μέρα Στο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα, συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσα …


7. (χοροί) Μυρτώ Η Μυρτώ, θυμάται το «Άλσος» πριν τον Οικονομίδη, ένα διώροφο κτίριο με αίθουσα χορού που φαινόταν στην περιοχή. «Γινόντουσαν πολλοί χοροί, υπήρχε μια κοινωνία που λειτουργούσε σαν ομάδα.


8. (Φωνητικό) Μυρτώ …Αυτά τα πράματα τα περιμέναμε πώς και πώς! Να βάλουμε τα καλά μας, την εσάρπα μας, το τακούνι μας και να πάμε στο χορό!»


9. (Κουραμπιέδες) Η ίδια στον κύκλο της θυμάται τα ρεβεγιόν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά μέχρι τα ξημερώματα. Ακόμα κι αν δεν είχες πού να πας, μ’ ένα-δυο φίλους θα έκλεινες ένα τραπέζι σ’ ένα κέντρο.


10. (τραγούδι) Το Σαββατόβραδο Οι άντρες σχολάν' απ' τη δουλειά και το βαρύ καημό τους να θάψουν κατεβαίνουνε στο υπόγειο καπηλειό. Οι άντρες σύχναζαν πολύ σε καφενεία, καθώς και στις κρασοταβέρνες με τη ρετσίνα. Ο παππούς του Νώντα πήγαινε στην Πλάκα, για κανα κρασάκι, με φίλους Κερκυραίους και Κεφαλλονίτες, και συνεχίζανε με καντάδες προς τη Γαργαρέτα: Άνοιγαν τα παράθυρα κι έβγαινε ο κόσμος να τους ακούσει.


11. (video) καντάδα, «Τζιπ, περίπτερο και αγάπη»


12. (καφενεία) Οι άντρες της εσωτερικής μετανάστευσης σύχναζαν στα καφενεία-στέκια της ευρύτερης Ομόνοιας, όπου «πηγαίναμε για να μάθουμε κανένα νέο απ’ το χωριό. Στου Αλεβάντη πηγαίναμε, (λέει ο Νίκος), Αρκάδες, Λάκωνες, Κορίνθιοι και γενικά Πελοποννήσιοι, από το ’53 μέχρι το ’64-65» Το καφενείο είναι και χώρος ψυχαγωγίας των νεαρών ανδρών: οι μεγαλύτεροι μυούν τους μικρότερους στα ποδοσφαιράκια, το τάβλι, την πρέφα και άλλες, λιγότερο αθώες διασκεδάσεις. Το καφενείο του Ντορλή ήταν το στέκι του Δημήτρη στο Ν. Κόσμο.


13 (jour fixe) Γυναικεία συνήθεια στα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης ήταν η jour fixe: Η μαμά της Mυρτώς δεχόταν κάθε Πέμπτη την επίσκεψη των φιλενάδων της. Καθεμιά είχε το σπίτι ανοιχτό στη δική της προκαθορισμένη μέρα, αφού δεν υπήρχαν τηλέφωνα.


14. (προπολεμικά βιβλία), Σάσα, γεν.1926 Αθήνα Κατ’ ιδίαν ψυχαγωγία μπορεί να χαρακτηριστεί μονάχα το διάβασμα, κι αυτό αναφέρεται μόνο από κορίτσια: Η μόνη διασκέδαση της Σάσας προπολεμικά, ήταν ότι διάβαζε πολλά βιβλία.


15. (Λαϊκά περιοδικά) Μαρία, γεν.1925 Πειραιάς Και η Μαρία (προπολεμικά) κλεινόταν στην τουαλέτα με τα λαϊκά περιοδικά «Θησαυρός» και «Μπουκέτο» που έπαιρναν στο σπίτι, για να ενημερωθεί για τους κινηματογραφικούς αστέρες. Την έπαιρναν όμως χαμπάρι και την ξετρύπωναν!


16. (μαρξιστικά βιβλία) Στην Αντίσταση διαβάζει μαρξιστικά, πολιτική οικονομία, ρώσικη λογοτεχνία, επιστημονικά, τα οποία «κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι».


17. (παιδικά περιοδικά) Ντίνα, γεν.1948 Πετράλωνα Από χέρι σε χέρι κυκλοφορούν στη 10ετία του ’60 και οι πρόδρομοι των σημερινών κόμικς, αγαπημένα αναγνώσματα των παιδιών: ο Μικρός Ήρως, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, το Γκρέκο. Η Ντίνα τη δεκαετία του ’60 δανειζόταν βιβλία από την Παιδική Χαρά του Αγ. Κων/νου στον Κολωνό. Τα περιοδικά τα προμηθευόταν από άλλα παιδιά που μπορούσαν να τ’ αγοράσουν. Τα ίδια περιοδικά ήταν το έπαθλο του νικητή στους βόλους, για την παρέα του Νώντα.


18. (ραδιόφωνο) Στη δεκαετία του ’50 ο Νίκος θυμάται το ραδιόφωνο της κοινότητας, που έλεγε τις ειδήσεις στην πλατεία του χωριού του, στην Κυνουρία.


19. (περίπτερο) Κάπως έτσι και στο Γαλάτσι, στις αρχές του ’60, το ραδιόφωνο του περιπτερά μάζευε την πιτσιρικαρία κι όλη τη γειτονιά, για την αναμετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων της Κυριακής. Στο σπίτι του Γιάννη, μπήκε για πρώτη φορά ραδιόφωνο το ’66, και ήταν πια τρανζίστορ.


20. (Τραγούδι) Αρχίζει το ματς Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί Του Διακογιάννη η φωνή! Ο πατέρας του Νώντα ωστόσο, τη δεκαετία του ’50, δεν ήθελε ραδιόφωνο στο σπίτι, μήπως παρασύρεται η γυναίκα του και καίει το φαϊ ή δεν προσέχει τα παιδιά!


21. (ποδόσφαιρο, αλάνες) Για τ’ αγόρια κάθε ηλικίας, κορυφαία ψυχαγωγία είναι το ποδόσφαιρο. Τις δεκαετίες ’50 και ’60 ποδόσφαιρο παίζεται στις αλάνες, που αφθονούν σε κάθε γειτονιά. Οι γειτονιές έχουν τις ομάδες τους, τα παιδιά βάζουν ρεφενέ το χαρτζιλίκι τους και διοργανώνουν τοπικά πρωταθλήματα. Στην περιοχή των Άνω Πατησίων στη σημερινή πλατεία Αγ. Ανδρέα, με αποδυτήρια ανάμεσα στα βαρέλια της παρακείμενης ταβέρνας. Το μεγάλο γήπεδο, που φιλοξενούσε 2 και 3 αγώνες κάθε Κυριακή, ήταν η περιοχή της σχολής Ευελπίδων. «Η Μπάλα ήτανε η ζωή μας». Ρεφενέ είχε πάρει τη μπάλα και η παρέα του Νώντα απ’ το Βαρβάκειο, κι έπαιζε στο Πεδίο του Άρεως, στην Αθηνά την «κουτσοχέρα» ή «κουλοχέρα». Στο σημερινό μετρό του Ν. Κόσμου, ήταν η μεγάλη αλάνα για ποδόσφαιρο και αυτοσχέδιους αγώνες στίβου της περιοχής, στα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια.


22. (κοριτσίστικος αθλητισμός) Εύχαρις, γεν.1910 Αθήνα Κάτι ανάλογο για τα νεαρά κορίτσια δεν προέκυψε. Ωστόσο, προπολεμικά ακόμα, η Εύχαρις έπαιζε βόλεϋ σε κοριτσίστικες ομάδες, γυμναζόταν σε γυμναστήριο, πήγαινε ορειβασία, για χειμερινά μπάνια και κωπηλασία. «Αυτά όμως ήταν εξαίρεση, δεν ήταν έτσι όλα τα κορίτσια».


23. (λαϊκά θεάματα) Βασίλης Ένα δημοφιλές θέαμα στα τέλη του ’50 αρχές ’60 είναι οι αγώνες «κατς»: Πρώην αθλητές της πάλης συνέχιζαν την καριέρα τους, παλεύοντας μεταξύ τους στις γειτονιές, συγκεντρώνοντας πλήθος εντυπωσιασμένων πιτσιρικάδων και όχι μόνο. Τις Κυριακές στηνόταν η εξέδρα σε κινηματογράφο του Γαλατσίου και μαζεύονταν εκεί ο Καρπόζηλος, ο Ασημάκης, ο Μασκοφόρος, “κάναν αυτοί ότι παλεύανε κι εμείς κάναμε ΚΑΙ την πλάκα μας! Φωνάζαμε από κάτω «τούμπα Ασημάκη!» κι έκανε μια τούμπα επί τόπου!”


24. (Φωνητικό) Βασίλης Μια φορά ένας μασκοφόρος πέταξε μια καρέκλα και αυτή χτύπησε κάποιο παιδάκι από κάτω. Σηκώθηκ’ ο πατέρας του, ένα τέρας, ανέβηκ’ επάνω και τους έδειρε και τους δύο! Και έφυγ’ ο μασκοφόρος κιι έτρεχε και έφτασε κάτω μέχρι το Λιναρά και κρύφτηκε σ’ ένα σπίτι!


25. (σινεμά-Μόλλας) Ο κινηματογράφος προπολεμικά δεν ήταν πολύ διαδεδομένος. Για την Εύχαρι, αν και της άρεσε πολύ, ήταν ακριβός. Η Μαρία πήγαινε σπάνια, γιατί «τα πράγματα ήταν αυστηρά». Η μεγάλη χαρά της Νίτσας από τα Κουντουριώτικα του Λυκαβηττού ήταν όταν πήγαινε καμιά φορά στον Καραγκιόζη του Μόλλα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας Η Σάσα είδε για πρώτη φορά στη ζωή της σινεμά στα 13 της και η ταινία ήταν «τα Πάθη του Χριστού». Κατά τη δεκαετία του ’50 γίνεται από τις πιο δημοφιλείς μορφές ψυχαγωγίας. Τα καλοκαίρια, τα επί τούτου εξοπλισμένα φορτηγά του Δήμου Αθηναίων περιοδεύουν στις γειτονιές και στήνουν το πανί σε χωματόδρομους, αλάνες και πλατείες προβάλλοντας Μίκυ Μάους, Χοντρό Λιγνό, Τρίο Στούτζες και Σαρλό,


26. (Σπαθάρης) προβολές που εναλλάσσονταν με παραστάσεις Καραγκιόζη -ο Σπαθάρης ήταν στις δόξες του!- και Κουκλοθέατρου. Έτσι σχεδόν κάθε μέρα υπήρχε και κάποια ανέξοδη διασκέδαση για τα παιδιά και για τη γειτονιά. Η παρέα του Βασίλη έτρεχε από την Άνω Κυψέλη ως το τέρμα Κερκύρας. Της Ντίνας από Κολοκυνθού, Λόφο Σκουζέ και Κολωνό. «Παίρναμε τα καρεκλάκια μας και τρέχαμε στην άλλη γειτονιά! Δε λείψαμε από παράσταση! ΤΟ πανηγύρι!» Στο Γαλάτσι πάλι, όταν κάποια στιγμή το Μάη, ο μηχανικός του κοντινού θερινού δοκίμαζε τη μηχανή με μια 10λεπτη κόπια, τα παιδιά που παίζαν στην πλατεία, έτρεχαν του σκοτωμού να δουν αυτό το 10λεπτο, γιατί χαρτζιλίκι για την καθαυτό προβολή δεν είχαν!


27. (Αελλώ) Λέλα, γεν.1924 Αθήνα - Νώντας Στη δεκαετία του ’60 και ’70 το σινεμά στεγάζεται πλέον εξολοκλήρου σ’ επιχειρηματικούς χώρους και παύει να προσφέρεται δωρεάν, αν και είναι μάλλον προσιτό σ’ όλες τις τσέπες. Υπάρχουν πια πάρα πολλοί κινηματογράφοι σ’ όλες τις γειτονιές.


28. (Γαρδένια) «Το θερινό σινεμά, του δίναμε και καταλάβαινε!», λέει ο Νώντας. «Κι από Σεπτέμβρη που μίκραινε η μέρα, έπαιζαν και δύο έργα και το φχαριστιόμαστε! Κυκλοφορούσαν αξιόλογες ταινίες, τις ελληνικές όμως τις ψιλοσνομπάραμε τότε». Η σύγκριση ανάμεσα στις αμερικάνικες υπερπαραγωγές και τις φτωχές ασπρόμαυρες ελληνικές, είναι συντριπτική. Εκ των υστέρων τις εκτίμησε καλύτερα. Το σινεμά είναι must για κάθε κατηγορία Αθηναίων


29. (Φωνητικό) Ντίνα δεκαετία ’50, περιοχή Κολωνός-Σκουζέ «Οι οικογένειες που είχανε και τον μπαμπά πηγαίνανε κάθε βδομάδα...” «Κάθε Σάββατο άδειαζε η γειτονιά. Ο πατέρας ερχόταν απ’ τη δουλειά, πλενόταν, έπαιρνε την οικογένεια και πηγαίνανε. Εμείς, επειδή είμαστε φτωχοί, δεν πηγαίναμε κάθε βδομάδα».


30. (σινεμά Έσπερος-Ορφεύς) Η κοσμοσυρροή είναι πλέον τόσο μεγάλη, που ο κινηματογράφος καταντάει μαρτύριο. «Ουρές μέχρι το πεζοδρόμιο! Μπαίναμε μέσα στ’ άγρια σκοτάδια και ήμασταν σίγουρα όρθιοι. Ήτανε οι ταξιθέτριες με το φακουδάκι: μια θέση εδώ. Μια θέση εκεί. Εμείς είμαστε ζευγαράκια. Θέλαμε να καθίσουμε μαζί. Αδύνατον!», λέει η Μυρτώ.


31. (σινεμά Τιτάνια) Αλέκα, γεν. 1945 Γύθειο Η Αλέκα φοιτήτρια, όπως κι ο φοιτητόκοσμος και οι νυχτερινοί μαθητές, πηγαίνει σινεμά, κανένα θέατρο, στα πάρτι… Συνταξιούχος πανεπιστημιακός σήμερα, ούτε σινεμά δεν πάει. Βλέπει τηλεόραση, λύνει σταυρόλεξα και sudoku. (Ανάσα) Η νεολαία από την εφηβεία και μετά έχει τους δικούς της διακριτούς τρόπους να διασκεδάζει


32. (Τραγούδι) Το Σαββατόβραδο Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη, παίζουν τον έρωτα κρυφά στις μάντρες τα παιδιά. Νεολαία και χαρά της ζωής πάνε πάντα μαζί, γι’ αυτό οι νέοι πάντα βρίσκουν τρόπο να ερωτεύονται και να χαίρονται τη στιγμή, ακόμα κι όταν δίνουν τον αγώνα της επιβίωσης, τους πολιτικούς αγώνες ή αντιστέκονται στον Κατακτητή


33. (διαδηλώσεις) - Αθηνά, γεν. 1948, Ν.Ιωνία Τη δεκαετία του ’60 η Αθηνά με τους συμμαθητές της στο Σύλλογο Εργαζομένων Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης διασκεδάζουν μαζί, παράλληλα με τους πολιτικούς αγώνες για τον εκδημοκρατισμό στην Παιδεία, το ΕΝΑ ΕΝΑ ΤΕΣΣΕΡΑ (114), την Κύπρο και τις πολιτικές ελευθερίες.


34. (Φωκίωνος) Η Φωκίωνος Νέγρη ήταν ο παράδεισος της νεολαίας στη δεκαετία του ’50.


35. (Φωκίωνος) Η Μυρτώ πήγαινε πια μόνη με τις φίλες της. Η ευρύτερη περιοχή μάζευε πολλή νεολαία, και λόγω του γηπέδου μπάσκετ του Τρίτωνα, στην Αριστοτέλους – «οι μπασκετμπωλίστες ήταν περιζήτητοι». Εκεί άνοιξαν και οι πρώτες μπουάτ, όπως του Τζίμη Μακούλη. Βόλτα στο πάρκο, αλλά και στον Άγιο Νικόλαο Βουλιαγμένης, που η παρέα της πήγαινε κάθε Σάββατο απόγευμα, με το λεωφορείο, παρόλη την ταλαιπωρία. Πολύ συχνά συναντιούνταν και σε κάποιο ζαχαροπλαστείο, όπως το «Ερμείον» στη Χαριλάου Τρικούπη.


36. (Παπασπύρου) «Η διασκέδασή μας ήταν καμιά κιθάρα, κανα τραγουδάκι το βράδυ, καμιά βόλτα, κανα πείραγμα με τα κοριτσάκια. Στου Παπασπύρου και στου Συγγρού, που συχνάζανε κι από άλλες περιοχές». Λίγο αργότερα ο Νώντας, έβγαινε ραντεβού με τη μετέπειτα γυναίκα του, στο Διόνυσο στην Καρυάτιδα, ή σε καφεζαχαροπλαστείο της Πλατείας Μαβίλη.


37. (συναυλία Δ. Αμνηστίας 88 ΟΑΚΑ - Όλγα, γεν. 1972, Αθήνα) Στο λόφο Σκουζέ και στα παγκάκια της πλατείας Αγίου Μελετίου, διαδραματίζονται τα εφηβικά φλερτ των μαθητών στα Σεπόλια της δεκαετίας του ’80. Τώρα πια έχει καθιερωθεί η συναυλία στα στάδια, και η Όλγα θα πει και το ψέμα στη μαμά, για να πάει κρυφά στη συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας, να δει το Sting.


38. (πάρτι - χοροί) Κατεξοχήν νεολαιίστικη διασκέδαση είναι τα πάρτι. Εδώ τίθεται πολύ συχνά το θέμα των περιορισμών από την οικογένεια ή της ειδικής «προσοχής» που χρήζουν τα κορίτσια, αφού το πάρτι είναι, αν μη τι άλλο, μια ευκαιρία για φλερτ … Τα προπολεμικά φοιτητικά πάρτι οργανώνονται συνήθως σε κάποιο φοιτητικό δωμάτιο, με τα γραμμόφωνα, και «χωρίς ούτε τόσο δα ψωμάκι!»


39. (Φωνητικό) (γραμμόφωνο – Εύχαρις, γεν.1910 Αθήνα) Τα κορίτσια «μεταξύ μας κουβεντιάζαμε και τα συναισθηματικά μας και όλα. Η καταπίεση υπήρχε από το σπίτι, αλλά βρίσκαμε διεξόδους, ψέματα. Το σκάγανε. Άμα τις πιάνανε τρώγανε κανένα μπάτσο». Πάρτι και χοροί στους φοιτητικούς χώρους γίνονταν και στην Κατοχή, όπως αναφέρει και η Σάσα. Αλλά και οι γονείς της Πάτρας έκαναν πάρτι “μέρα παρά μέρα”, με χορό, ευρωπαϊκά και ελληνικά, τραγούδια και αυτοσχέδιες παρλάτες, που συνδυάζονταν με την παράνομη δουλειά και την προσέλκυση ανθρώπων στο κίνημα.


40. (λέσχη ΕΠΟΝ) Τα πάρτι της ΕΠΟΝ ήταν πολύ «προχωρημένα»: Η Φώφη θυμάται πως έπαιζαν και τη μπουκάλα! «νέοι ήμασταν, κάναμε και τέτοια». Είχαν και κιθάρες, ακορντεόν, φυσαρμόνικες … Μαζί με το χορό μάζευαν και εφόδια για τις ανάγκες του αγώνα.


41. (Φωνητικό) Φώφη «τι πράγματα είν’ αυτά, δεν επιτρέπεται να χορεύουνε ταγκό!... ... νέοι είναι θα χορέψουνε»


42. (πάρτι, σιγαρέττα - Κατερίνα, Ζάκυνθος) Καμιά φορά όμως συμβαίνει να «ξωκείλουν» και οι αγωνιστές: Η Κατερίνα με την παρέα της, διασκεδάζουν ένα βράδυ της Κατοχής στην Αγία Παρασκευή, με τραγούδι, μεζέ-κρεμμύδι, τσιγάρο και κρασί. Μετά από 6 οκάδες, η επιστροφή με το τραμ το τελευταίο για το Κουκάκι, προκύπτει επεισοδιακή, με όλα τα «παρατράγουδα» του μεθυσιού.


43. (CAMPARI) Τέλη δεκαετίας του ’40, ο Δημήτρης παίρνει εντολή από τη μητέρα του να συνοδεύσει την αδελφή του σε πάρτι:


44. (Φωνητικό) Δημήτρης «Τότε ήταν ένα ταγκό, ένα βαλς. Τι να χορέψω που δεν ήξερα χορό; Ε! κουνήσαμε τα πόδια μας … Η αποστολή μου ήταν, όπως κατάλαβα, να προσέξω την αδελφή μου, παρά να μάθω εγώ χορό».


45. (πιανίστας) Την ίδια εποχή, στην παρέα της Μυρτώς, πασίγνωστος πιανίστας ονόματι Λεφ, έπαιζε πιάνο στα πάρτι, «γιατί δεν υπήρχαν τότε πικάπ και τέτοια πράγματα και ήτανε όλα ζωντανά». Και στη δεκαετία του ’60 είναι στις δόξες τους τα πάρτι. Στα χρόνια όμως της δικτατορίας, ένα πάρτι μπορούσε να σου βγει και ξινό


46. (Φωνητικό) Νώντας «και είχαμε κάνει εμείς ένα πάρτι, ... και ήταν φρέσκια η Χούντα τότε»  


47. (ΕΠΟΝ εκδρομή στον Καρέα) Η νεολαία πάει και εκδρομές. Οι φοιτητικές εκδρομές ήταν συχνές στην Κατοχή. Στη διοργάνωσή τους έβαζαν το χεράκι τους -χωρίς να φαίνονται- οι αντιστασιακές οργανώσεις, σε μια συγκυρία που οι ανάγκες της νεολαίας για συνύπαρξη, κοινή δράση, ψυχαγωγία και ο αγώνας για την ελευθερία συναντιούνταν αρμονικά.


48. (Εκδρομή ΕΑΜ Νέων, Πάτρα, μαθήτρια ΕΠΟΝίτισσα) «Μαζευόμαστε 20-30, 50 παιδιά! Από ότι ακούω από τον άντρα μου, εκείνοι πήγαιναν στη Βούλα και κάνανε εκεί εκδρομή και πάρτι…. Και μετά μας πιάσανε όλους. Αυτά γίνονται στην Κατοχή 43-44». Για τη Σάσα η ζωή άρχισε στα 17 της, οι παρέες μόνο κορίτσια, και μόνο «με τη μορφή τσαγιού, όχι με τη μορφή χορού, δεν ήξερα χορό, φοιτήτρια έμαθα χορό!» Ωστόσο στην Κατοχή εξορμούσαμε «στο κτήμα του Μπρόνζο, στο ΕΔΕΜ, στον Κόκκινο Μύλο (πάντα με τη συγκοινωνία και με φαγητό μαζί) και τραγουδάγαμε, χορεύαμε, λέγαμε ποιήματα πατριωτικά, γινόταν ξεφάντωμα».


49. (Φωνητικό) Σάσα «Ήταν για μένα κάτι πολύ ωραίο γιατί ήμουνα πολύ κλεισμένο κορίτσι και ξαφνικά βρισκόμουν με αγόρια, με κορίτσια, διασκεδάζαμε τι να σου πω ήμουνα ευτυχής εκείνη την περίοδο». (Φωνητικό Σάσα)


50. (περιορισμοί κοριτσιών) Στα τέλη της δεκαετίας του '40 οι περιορισμοί για τις κοπέλες που μένουν με την οικογένειά τους είναι φανεροί. Αντίθετα, οι φοιτήτριες από την επαρχία έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Η Αλέκα υπογραμμίζει ότι οι επιλογές είναι πια δικές τους και δεν κατευθύνονταν από τους γονείς.


51. (εξοχή μέσα στην πόλη – ΕΡΤ) Δε βγαίνει βέβαια μόνο η νεολαία στις εξοχές! Υπάρχει ακόμα πολλή εξοχή μέσα στην πόλη, ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν σε στενή σύνδεση με τη φύση, με τις αλλαγές των εποχών, και να αισθάνονται την ανάγκη να γιορτάζουν αυτές τις αλλαγές από κοινού, στο ύπαιθρο. Οι γιορτές αυτές είναι ημερολογιακά καθορισμένες επίσημες αργίες, κυριολεκτικά πάνδημες, με κοινά τηρούμενο τελετουργικό.


52. (Καρνάβαλος - γαϊτανάκι Αθήνας) Στο Καρναβάλι της Αθήνας, και προπολεμικά, γινόταν παρέλαση, με το άρμα του Καρνάβαλου της ΕΒΓΑ να προπορεύεται και ν’ ακολουθούν ο ΠΑΥΛΙΔΗΣ, που πέταγε στον κόσμο σοκολάτες, τα γαϊτανάκια και οι μασκαράδες. Ξεκίναγε από το Ζάππειο, κατέβαινε Πανεπιστημίου, Ομόνοια, ανέβαινε Σταδίου και επέστρεφε.


53. (Αποκριά) Στη συνέχεια ο κόσμος μεταμφιεσμένος, γύρναγε από σπίτι σε σπίτι. Οι Αποκριές γιορτάζονταν πάντα στα σπίτια στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στα πιο εύπορα στρώματα της πόλης.


54. (Κούλουμα, fête des oignons) Οι Γιορτές της Άνοιξης και τα πανηγύρια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου είναι μια ευκαιρία να βγει σύσσωμος ο κόσμος στο αστικό ύπαιθρο και να μοιραστεί: τη χαρά για την αναγέννηση της φύσης, την ξεγνοιασιά, το φαγητό του …


55. (Κούλουμα, Μικρός Ρωμιός) Την Καθαρή Δευτέρα, τη δεκαετία του ΄50 γινότανε «πραγματικό πανηγυράκι» στο βουναλάκι στα Πετράλωνα, όλος ο κόσμος έβγαζε έξω τα τραπεζάκια του. Κι ο Υμηττός στην περιοχή του Ν. Κόσμου πλημμύριζε από κόσμο και χαρταετούς.


56. (χαρταετοί) Η Καθαρή Δευτέρα γιορταζόταν όμως και … συντεχνιακά: στου Φιλοπάππου πηγαίναν οι φουρναραίοι, στο πευκόφυτο Γαλάτσι οι τυπογράφοι, που περνούσαν με τα πόδια το νταμάρι στο τέρμα της Φωκίωνος Νέγρη και συνέχιζαν από το μονοπάτι, προς Αγία Γλυκερία. Αυτή τη διαδρομή ακολουθούσε συνήθως τέτοια μέρα και η Ματίνα με τον αδερφό της, ξεκινώντας πεζή από το σπίτι τους στην Ακαδημία Πλάτωνος. Το Γαλάτσι με τις πολλές αλάνες επέλεγαν και κάποιοι τοπικοί σύλλογοι (Ηπειρώτες, νησιώτες, Ρουμελιώτες) για να το γλεντήσουν, ντυμένοι τις παραδοσιακές τους φορεσιές, με τα σαρακοστιανά τους, με τα όργανα και τους ολοήμερους χορούς τους


57. (Κούλουμα - πίνακες) Οι Πειραιώτες και πολλοί Αθηναίοι πήγαιναν στο Πέραμα με τα ωραία θαλασσινά. Αλλά και η Καισαριανή ήταν συνήθης προορισμός της Καθαρής Δευτέρας. Η Πρωτομαγιά γιορταζόταν στον Ποδονίφτη στη Φιλαδέλφεια, στην Κολοκυνθού, ενώ για την αριστοκρατία, στην Κηφισιά. Παντού τα κορίτσια έφτιαχναν στεφάνια με αγριολούλουδα, κι ακολουθούσε γιορτή, με τον κόσμο να ψήνει και να χορεύει.


58. (Πάσχα) Το Πάσχα, άλλη μια ευκαιρία να βγούνε όλοι έξω, με τα τραπεζάκια και τα φαγητά τους στα Πετράλωνα, κι όποιος περνούσε, τον κερνούσαν. «Οι άνθρωποι ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους, αγαπούσε ο ένας τον άλλο». Οι Καλογρεζανοί γιόρταζαν Καθαρή Δευτέρα, Πάσχα και Πρωτομαγιά στο αλσάκι της Αλσούπολης, μέχρι το ’65 περίπου, που εξαφανίστηκε με την ανοικοδόμηση.


59. (Πανηγύρια) Το καλοκαίρι, σε κάθε πανηγύρι, βγαίνανε στην εξοχή, στα εκκλησάκια που γιορτάζανε, έστρωναν τις κουβέρτες τους, κοιμόντουσαν όλοι στρωματσάδα, συμμετείχαν στην αγρυπνία της εκκλησίας και στήνανε τριήμερο γλέντι και χορό. Έφερναν μαζί οι γυναίκες κεφτεδάκια, πίτες, κουλουράκια, καθόντουσαν ομάδες-ομάδες, τα βάζανε κάτω, και παίρνανε όλοι απ’ όλους. Και βέβαια τα παιδιά ξεφαντώνανε!


60. (Τραγούδι) Στο Φάληρο που πλένεσαι, Μ. Βαμβακάρης 1937


61. (παραθερισμοί) Κι όταν θα ’θρει το καλοκαίρι, δεν υπάρχουν καλοκαιρινές διακοπές και δεν έχει προκύψει ακόμα η ανάγκη της «απόδρασης». Κάποιοι «παραθερίζουν», έχοντας τη σχετική ευχέρεια, αλλά πού; Η εύπορη οικογένεια της Μυρτώς περνούσε τα καλοκαίρια στις «εξοχές» της εποχής: Κηφισιά, Φραγκόκλησια (Βριλήσια), Γαλάτσι, Φάληρο, Βούλα … Κάθε καλοκαίρι νοικιάζανε σπίτι σ’ άλλο μέρος! Υπήρχαν όμως και εναλλακτικές λύσεις: ο μικρός Βασίλης φιλοξενήθηκε το καλοκαίρι του ’62 από γειτονική του στο Γαλάτσι οικογένεια, στο εξοχικό της στο Ζούμπερι: σεντόνια δεμένα στα πεύκα της παραλίας. «Όπως κάνεις τώρα κάμπινγκ; Αλλά ακόμα καλύτερα!»


62. (πρώτη φορά στη θάλασσα) Κάπως παρόμοια ο Γιάννης είδε για πρώτη φορά τη θάλασσα στα 9 του χρόνια όταν, πολλές οικογένειες μαζί, νοίκιασαν καλυβάκια από σκίνα, με μια κουρελού για πόρτα, στην Αλυκή του Κορινθιακού, όπου πήγαν με τρακτέρ και πλατφόρμες, κουρελούδες, σεντόνια, τρόφιμα και κατσαρολικά κι έμειναν 10 μέρες δίπλα στο κύμα.


63. (μπάνια) Στο Νέο Κόσμο οι γονείς των περισσότερων παιδιών δουλεύανε. Με παππούδες και γιαγιάδες, πήγαιναν στις κοντινές θάλασσες για κανένα μπανάκι το πρωί, και γυρνούσαν το απόγευμα: Φλοίσβο, Έντεμ, Άλιμο, Άγιο Κοσμά.


64. (video) Αθήνα του ’50 «Κυριακάτικο ξύπνημα» (Μ.Κακογιάννης)


65. (μπάνια, bains mixtes) Από τη δεκαετία του ’30 συναντάμε τη συνήθεια του κυριακάτικου μπάνιου στις κοντινές παραλίες. Οι εξορμήσεις αυτές οργανώνονται ομαδικά και πάνε ολόκληρες γειτονιές, όλες οι ηλικίες. Αλλάζει μόνο το μέσο, ανάλογα τη γειτονιά και την εποχή:


66. (Φωνητικό) (κάρο) Ματίνα γεν. … «Κάρο. Είναι μακρύ. Βάζανε λοιπόν δυο τάβλες στα πλαϊνά και βάζαν μια κουρελού και έμπαινε ο κόσμος και καθόταν. Και φθάναμε στο Φάληρο, στρώναμε τις κουρελούδες στην παραλία, κάναμε το μπάνιο μας τ’ απόγευμα, κοιμόμαστε εκεί και φεύγαμε την άλλη μέρα το βράδυ. Αυτό γινόταν, μέχρι το 1937, που έμεινα εγώ στα Μυκονιάτικα».


67. (μπάνια, Μαγδαληνή, γεν. 1925 Πτολεμαϊδα) «Τουρκομερίτης» φωνακλάς, γελαστός, «μια αγκαλιά σκέτη», ο μπαμπάς της φίλης της Μυρτώς, φόρτωνε μεταπολεμικά όλα τα πιτσιρίκια, ξαδέλφια και φίλες στο τζιπ και τα πήγαινε στη Φρεαττύδα. Ο δικός της μπαμπάς τα πήγαινε στο Φάληρο. Τη δεκαετία του ’50 οι Αμπελοκηπιώτες νοίκιαζαν ρεφενέ φορτηγά, για να πάνε πατείς με-πατώ σε στη Λούτσα ή τη Ραφήνα. Όταν ο άντρας της Μαγδαληνής πήρε δικό του φορτηγό το ’55, έβαλε μέσα καθίσματα, μάζευε κάθε Κυριακή όλη τη γειτονιά και πήγαιναν σύσσωμοι για μπάνιο.


68. (Σαρωνικός δεκ.60) Στη δεκαετία του ’60 αρκετοί πηγαίναν και με τη συγκοινωνία, αλλά ήταν ολόκληρο ταξίδι! Ο Βασίλης από Κυψέλη στη Βερανζέρου, κι από κει στο Ζάππειο, που φεύγανε τα λεωφορεία για Βούλα, Βουλιαγμένη, Π. Φάληρο. Το ΚΤΕΛ Γαλατσίου τις Κυριακές άλλαζε χρήση κι έκανε πρωινά δρομολόγια προς Βουλιαγμένη, μ’ επιστροφή το απόγευμα. «Οικογένειες, αμέ! Γέμιζε το λεωφορείο!» Ο Γιάννης έμαθε μπάνιο «στο Λαιμό της Βουλιαγμένης, έξω από την πλαζ. Δεν είχαμε να πληρώνουμε είσοδο!»


69. (κατασκηνώσεις) Κάποια παιδιά είχαν και την εμπειρία της κατασκήνωσης. Η Μυρτώ με τις οδηγούς, μεταξύ άλλων, βρέθηκε το ’46 στη Ζάκυνθο. Ο Βασίλης το ’61, στις παιδικές κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα:


70. (Φωνητικό) Βασίλης «ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΑΙΔΙΑ! Περάσαμε ΠΑΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ! Μας είχαν κάθε βράδυ μια κουταλιά μεγάλη ρύζι και 5 ελιές! Επί μια βδομάδα τρώγαμε βραδινό αυτό. Και μετά μας βάλαν οι ομαδάρχες, χύσαμε τα τσίγκινα πιάτα πάνω στα τσιμεντένια τραπέζια και με το κουτάλι, χτυπάγαμε τα πιάτα φωνάζοντας «Όχι άλλο ρύζι!». Αυτή ήταν η πρώτη διαδήλωση που πήρα μέρος».


71. (τραγούδι) Το Σαββατόβραδο Πάει κι απόψε τ' όμορφο τ' όμορφο τ' απόβραδο, από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι. Αχ, να 'ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο