Η Απελευθέρωση, Οκτώβριος 1944
Εκείνη την ημέρα είχα κατεβεί στην Αθήνα στο κέντρο της Αθήνας και σε κάποια στιγμή… Κοιτάχτε, κοιτάχτε δεν υπάρχει σημαία! Και ξαφνικά στη Σταδίου κατέβηκε, εκεί που ήταν η εφημερίδα Ελευθερία, κατέβηκε μια μεγάλη γερμανική σημαία. Θυμάμαι την ταραχή που αισθανθήκαμε όλοι την ημέρα εκείνη… Ήδη έχανε φύγει οι γερμανοί.
(συνέντευξη της Σ.Τ. στην ΟΠΙΑ, 10/3/1988)
Τη βραδιά της απελευθέρωσης σηκωθήκαμε εμείς, πήγαμε και ανάψαμε φωτιές στον τομέα που είμαστε, σαν πανηγύρι για τον κόσμο, ότι φύγανε οι γερμανοί.. Και αυτό ήτανε κάτι πάρα πολύ όμορφο. Σε όλο τον τόπο άναψαν αυτές τις φωτιές.
(συνέντευξη της Π.Χ. στην ΟΠΙΑ, 1/3/1995)
Βεβαίως θυμάμαι -μπορώ να μη θυμάμαι- πολλά θυμάμαι! Κατά αρχήν ήταν μια οχλαγωγία όχι οχλαγωγία, μια ζητωκραυγή όλη η Αθήνα φωνές παντού και παντού για την απελευθέρωση να βγαίνουν έξω ο κόσμος να χειροκροτάει. Ήταν κάτι το… θυμάμαι μια συγκέντρωση που έγινε. Θα μιλούσε ο Παπανδρέου, ο γέρος της Δημοκρατίας, θα μιλούσε από το μπαλκόνι της Μεγάλης Βρετάνιας ερχόμενος από την Αίγυπτο που είχανε πάει εξορία και παρά την αυταρχικότητα της μάνας μου, δεν μας άφηνε, εγώ την κοπάνησα και πήγα. Αλλά είδα τέτοιο κόσμο που τρόμαξα κι σηκώθηκα σιγά-σιγά μη γίνει κανένα επεισόδιο και έφυγα στο σπίτι, χωρίς να ακούσω την ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου, την άκουσα όταν ήμουν μεγάλος. Αυτή ήταν η εμπειρία μου σχετικά με την απελευθέρωση.
Η Μάχη της Αθήνας, Δεκέμβρης 1944
Η χωροταξία της πόλης
Εμείς, από δω μέχρι τη σχολή Ευελπίδων ήτανε κενό. Νάχε πέντε διώροφα σπιτάκια, λίγα ήτανε. Οι σφαίρες από κει. Εμείς εδώ ήμασταν αριστεροί. Εκεί ήτανε δεξιοί. […] Και όλες οι σφαίρες ερχόντουσαν κατ’ ευθείαν στο σπίτι μας. Αυτά τα δωμάτια τα μπροστινά δεν τα χρησιμοποιούσαμε.[…] Κάτω στην είσοδο, τώρα που θα φεύγεις, δεξιά είναι δυο ντουλάπια.. Το ένα ντουλάπι έχει τρύπες από σφαίρες. Δεν βγαίναμε καθόλου μπροστά. Κι όταν βγαίναμε, βγαίναμε κάτω σκυφτοί.
Στο πάρκο δεν πρόφθανες να περάσεις γιατί κι η Κυψέλη ήταν αριστερή. Η Σχολή Ευελπίδων ήτανε δεξιοί, ενώ εμείς εδώ…, Εξάρχεια, αριστεροί. Ήμασταν σε διασταυρούμενα πυρά. Επίσης εγώ τότε, επειδή για μένα ήταν εντελώς φυσικό, χωρίς να έχω ιδέα περί τίνος επρόκειτο, να πάω στην ΕΠΟΝ. Δεν το συζητούσα δηλαδή. Όταν… Και ήτανε ένα γραφείο στη Ζωοδόχου Πηγής. Όπου πήγαινα πάρα πολύ συχνά. Αυτό μετά βέβαια, όχι στην Κατοχή, μέσα.
(συνέντευξη της Μ. Α. στην ΟΠΙΑ, 19/3/2014)
Οι κοινωνικοί φυλετικοί ρόλοι
Εκείνο το βράδυ είμαστε στη Βούλα. Στο σχολείο της Βούλας με τους επονίτες και τους ελασίτες με τα όπλα και τους άλλους και είμαστε όλοι εκεί και γίνεται η πρώτη μάχη και φεύγουμε 18-17 και πρέπει να πάμε τα παιδιά στο νοσοκομείο και ρωτάει ο ‘Αρης, ένα παιδί από την παρέα: Ποιός θα πάει; Μια κοπέλα! Πάντα ήμουνα μπρος. Όταν χρειαζότανε να γίνει κάτι δε σκεφτόμουνα ότι μπορεί να είναι κάποιος άλλος, ήμουνα και γραμματέας της νεολαίας εκεί και η κοπέλα που ήταν δεύτερη από μένα μου το φοράει και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και στο Λαϊκό Νοσοκομείο και όταν φτάνουμε στην Ρηγίλλης βρίσκονται εκεί ταγματασφαλήτες και σκοτώνουν τα παιδιά και πιάνουν εμένα. Μένουμε από τις 3 του Δεκέμβρη μέσα. Χαμένοι από όλους. Μπορούσα να μην είμαι ζωντανή.
Και θυμάμαι ότι πάμε στη γέφυρα να την ανατινάξουμε και ήταν και ο Βαμβακάς και ο Αλικάκος, όλοι οι αξιωματικοί και μου λένε: Μαρία φέρε τις νάρκες. Εγώ δεν είχα αίσθηση του κινδύνου και κράταγα τις δύο νάρκες. Μου λέει ο Βαμβακάς που καταλάβαινε τι σήμαινε να κουβαλάς δύο νάρκες. Γεια σου βρε Μαρίααα. Εγώ δεν αισθανόμουν ότι κάνω κάτι.Βάλαμε τις νάρκες αλλά η γέφυρα δεν έπεσε και οπισθοχωρήσαμε στο τέρμα της Κοκκινιάς. Εκεί κατέβηκε ο ΕΛΑΣ από το Βόλο, ο τακτικός […] Ήταν ντυμένοι με φυσεκλίκια, με χλαίνες. Εγώ φορούσα μία φούστα που μου είχε δώσει η μάνα του Τραϊφόρου ως εδώ κάτω μακριά, κάλτσες δεν είχα και φορούσα και ένα κοντό παλτό και είχα και ένα σακίδιο στην πλάτη που είχα τα εσώρουχά μου.
(συνέντευξη της Μ. Κ. στην ΟΠΙΑ, 9/9/1988)
Η τιμωρία των δοσίλογων
Ναι, ναι, είχε καταδότες. Ε… είχαν πιάσει καταδότες και τους είχανε φυλακίσει οι αντάρτες… Τους είχανε ξυλοφορτώσει οι κάτοικοι αυτούς… Θυμάμαι που μούλεγε η μαμά μου ότι πήγαιναν και τους φτύνανε, ας πούμε. Και κείνη πήγε και δεν τ’ άντεξε να τους φτύσει. Γιατί ήτανε τόσο χάλια που σηκώθηκε κι έφυγε. Παρόλο που είχε θύμα η μάνα μου. Κι είπε δεν αξίζει να συνεχίσουμε αυτό το σκηνικό.
(συνέντευξη της Α.Π. στην ΟΠΙΑ, 22/5/2014)
«Περπατάτε κι’ ας μη βγαίνει τίποτα!»
Ναι, μετά τον Δεκέμβρη είμαι απ’ αυτούς που ανεβήκανε επάνω στα Τρίκαλα, Καρδίτσα μέχρι το Λιδορίκι έφτασα εγώ κι’ άλλοι, ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά. Δεν ξέραμε τους δρόμους, τα μονοπάτια. Νύχτα βρεθήκαμε τρείς κοπέλες μοναχές, φορτωμένες με διάφορα πράγματα άλλων αγωνιστών μπότες κλπ […] Ήταν νύχτα και μπερδευτήκαμε, μας στέλλανε από μονοπάτι να περπατήσουμε, μπερδευτήκαμε και γυρίζαμε στο ίδιο σημείο μέχρι τα ξημερώματα. Πάγος, χιόνια, τα πόδια μας είχαν κοκαλώσει. Κλαίγανε οι κοπέλες οι άλλες, δεν έπρεπε να κάτσουμε γιατί θα παγώναμε, έπρεπε να ζήσουμε… Περπατάτε κι’ ας μη βγαίνει τίποτα!
(συνέντευξη της Β.Λ. στην ΟΠΙΑ, 1/9/1995)
«ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας»
Η κατάσταση ξεκίνησε με μία πολύ μεγάλη εκκαθάριση στα Τουρκοβούνια. Αυτό ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Διότι ο μπαμπάς μου μούχε πει ότι όταν έβρεξε, έβρεξε και τα πτώματα. Τα κατέβασε τουμπανιασμένα στου Γκύζη το ρέμα, γιατί, ήταν τόσο πολλοί οι νεκροί, που κατεβαίναν τουμπανιασμένα και ο πατέρας μου, επειδή αυτοί γυρνάγανε και μπαίναν στα σπίτια με κλοτσιές κι όποιον βρίσκαν, παιδάκι, αγόρι και τα λοιπά, το καθαρίζαν κατευθείαν. Ο πατέρας μου για να γλιτώσει, έζησε κάτω απ’ τα πτώματα τρεις μέρες! Απ’ αυτά τα τουμπανιασμένα πτώματα.
Τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν
Όχι, τα παιδιά είναι παιδιά. Λοιπόν παίζουνε συνέχεια. Ύστερα βρίσκαμε στο δρόμο ε… ή χειροβομβίδες ή βλήματα και κοιτάγαμε πώς να τα βγάλουμε, γιατί πολλά παιδάκια είχαν σκοτωθεί -13,15 χρονών- αλλά βλέπετε το θάρρος και το θράσος των παιδιών είναι τέτοιο που τα κάνει να δουλεύουν και τη χειροβομβίδα και το βλήμα. Βγάζαμε λοιπόν το βλήμα και παίρναμε το μπαρούτι από μέσα, το μπαρούτι το κάναμε όπως κάνουν το Πάσχα που βαράνε τις στρακαστρούκες. Τα βάζαμε σε χαρτιά σκληρά, τα δέναμε με σπάγκο και αφήναμε ένα φυτιλάκι απ έξω, μακαρονάκι, βάζαμε φωτιά και γινότανε το σώσε (γέλια).
Η μεταπολεμική κοινωνία – Ο ελληνικός εμφύλιος
Η παρανομία είναι πολύ σκληρή
Εγώ παρίστανα ότι κατοικεί εκεί. Το παρίστανα ως εξής: Από πάνω έμεναν οι ιδιοκτήτες -ένα αντρόγυνο- και εγώ μίλαγα μόνη μου για να ακούνε ότι μιλάω και δεν είμαι μόνη μου. Το βράδυ έβγαινα από το παράθυρο που ήταν χαμηλό – το σπίτι είχε πόρτα μέσα από έναν περίβολο- πήγαινα στην εξώπορτα και έβαζα το λουκέτο απέξω, ώστε όταν έρθει κάποιος να δει ότι λείπουμε και να μην επιχειρήσει να μπει και ξανάμπαινα από το παράθυρο και έκλεινα και έκανα την απούσα, ώστε να μην έρθει η αστυνομία και μπει μέσα. Ήταν μία πολύ σκληρή ζωή.
Τα στρατοδικεία και οι εκτελέσεις
Εγώ την κατάσταση την έζησα στη φρίκη της, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, όταν ήμουν στο τηλεγραφείο. Έπαιρνα τα τηλεγραφήματα […] Όταν λοιπόν άρχισαν τα στρατοδικεία, έπαιρνες πολλά την ημέρα, δεν μπορώ να πω, αν ήταν κάθε ημέρα τόσα πολλά, στη Μεγαλειοτάτη απευθυνόντουσαν. Πρώτα στη βασίλισσα Φρειδερίκη, στον πρόεδρο, στον από εδώ, στον υπουργό: Καταδικάστηκε το παιδί μου, είναι άδικο… ο γιός μου και η κόρη μου πολλές φορές δεν έχουν κάνει τίποτε και δικαιολογούντο και παρακαλούσαν εσείς Μεγαλειοτάτη που είστε μητέρα… όλα αυτά βέβαια στον βρόντο, δεν γινόταν τίποτε. Σώστε το παιδί μου από την εκτέλεση!
Απολύσεις εξόριστων με άδεια
Ναι, πήγα και εξορία, Χίο ,Τρίκερι, Μακρόνησο, Τρίκερι. Μάλιστα είχα άδεια, περίεργο πράγμα, αλλά σου δίνανε άδεια από την εξορία και πήγαινες 15 μέρες στο σπίτι σου και ξαναγύριζες. Λοιπόν μου έχουν δώσει άδεια και δεν μου έχουν δώσει απολυτήριο και τόχω το χαρτί, γιατί ότι ώρα ήθελαν με ξαναβουτούσανε. (γέλια).
Η αστυνομοκρατία
Κυρίως αυτοί που φοβόντουσαν, είχαν πολλούς ανθρώπους στην εξορία. Η συνοικία. Έτσι; Μετά, δηλαδή. Είχε πολλούς ανθρώπους μετά τον πόλεμο που πήγαν εξορία. Ε… και είχε πολλές οικογένειες των οποίων οι άνθρωποί τους ήταν στην εξορία. Ε… κυρίως οι κάτοικοι μεταξύ τους δεν είχαν αντιπαραθέσεις γιατί ήταν κατά κύριο λόγο αριστεροί. Υπήρχε αντιπαράθεση ανάμεσα στην αστυνομία και τους κατοίκους. […][Οι αστυνομικοί που δουλεύανε στο τοπικό τμήμα ήταν από τη γειτονιά ή από αλλού;]Όχι, όχι ήταν φερμένοι… Δεν ήταν απ’ τη γειτονιά. Εγώ θυμάμαι έναν απ’ τη γειτονιά, ας πούμε, ο οποίος ήτανε, και ο οποίος ήταν ουδέτερος, δηλαδή δεν αναμιγνυότανε γιατί είχε δεσμούς. Κατά κύριο λόγο τους είχανε φέρει από αλλού, τους αστυνομικούς δηλαδή, και τους βάζανε και παίζανε το ρόλο τους.
Η παιδεία δεν ήταν δωρεάν
Κάθε χρόνο λοιπόν πηγαίναμε και δίναμε τρεισήμισι χιλιάδες στη Νομική για να γραφτώ στη Νομική. Με πόνο ψυχής, η μάνα μου, πως τα έβγαζε για να μου δώσει τρεισήμισι χιλιάδες! Ήτανε μυθικό ποσό τότε και το πληρώναμε. Ευτυχώς μας κάνανε σε δύο δόσεις.Τα πληρώναμε στα υπόγεια της Νομικής κάτω είχε τα ταμεία μέσα, πηγαίναμε στις 4:00 το πρωί για να ανοίξει αυτό στις 8:00 ο ταμίας, με σειρά, για να πληρώσουμε τη δόση του Πανεπιστημίου και μετά πάλι το Πάσχα, η δεύτερη δόση, στο τέλος του έτους ειδάλλως δεν μας δεχόντουσαν στις εξετάσεις αν δεν πληρώναμε, αν δεν είχαμε τις αποδείξεις αυτές και η αυτή που πλήρωνες τους καθηγητές. Για να δώσεις εξετάσεις έπρεπε να δώσεις 35 δραχμές το μάθημα, ειδάλλως δεν έδινες εξετάσεις, δεν μπορούσες να δώσεις εξετάσεις κι έμενες, έμενες!
Ο αντικομουνισμός και το τέλος του
Δεν μπορώ να πω ότι ήταν όλοι κατά των κομμουνιστών, με την έννοια της τοποθέτησης της πολιτικής. Ήταν όμως το ψωμί τους, η ζωή τους και τους είχαν κιόλας εμπνεύσει ότι είναι οι Βούλγαροι, θα ενωθούμε και με τα κράτη αυτά του κομμουνισμού και θα γίνει κομμουνισμός και φόβος και θα μας πάρουν τα σπίτια και θα πάρουν το ένα, ή το άλλο και υπήρχε τέτοιος φόβος μεγάλος.
[απεργία στο εργοστάσιο της Τριούμφ] Στη νέα επιτροπή, στην οποία ηγείτο μια κοπελίτσα, η οποία ήτανε δεξιάς παράταξης, δεξιάς, δεξιών φρονημάτων θα λέγαμε, ναι, και της είπε: τι δουλειά έχετε εσείς με τις κομμουνίστριες, τι δουλειά έχετε; Εσείς είσαστε δικά μας παιδιά. Θα σας δώσουμε εσάς κάτι καλύτερο, ε… και η απάντηση που πήρανε ήταν: κομμουνίστριες ξεκομμουνίστριες για τα συμφέροντα τα δικά μας παλεύουνε και όχι για τα δικά σας, και σεις έχετε άλλα συμφέροντα και μας τα δείξατε ποια είναι. Και μεις, ή θα πάρετε όλες τις κοπέλες πίσω και θα δώσετε και 10 ευρώ αύξηση στο σύνολο των εργαζομένων, ή εμείς δεν σταματάμε την απεργία. Ε… και έγινε έξαλλος αυτός και έβγαλε τις κοπέλες έξω. Μετά από τη διαβούλευση με το Υπουργείο δεχτήκανε να πάρουν πίσω τις κοπέλες.
Οι οδυνηρές μνήμες περνούν στη λήθη
Ψάχνω να βρω από αυτή την περίοδο και δε θυμάμαι τίποτα.
Δεν έχω ειρμό των γεγονότων. Δεν μπορώ να σου πω τώρα από κει μέχρι εκεί ήταν αυτός και κείνος και κάνανε αυτά τα πράγματα. Αυτό θα πρέπει το κορδόνι να βρεθεί ιστορικά και κει πάνω να κολλήσουνε αυτά. Εγώ δεν ξέρω πού να τα κολλήσω. Είμαι χύμα. […]Η μητέρα μου δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, για μήνες μπορώ να πω, όταν έμαθε ότι σκοτώθηκε ο αδελφός μου. Ο πατέρας μου δεν έπεσε στο κρεβάτι. Έκανε βόλτες αναστενάζοντας. Η αδελφή μου ήταν χαμένη βέβαια γιατί δεν μπορούσε να εμφανιστεί. Κι εγώ μικρό παιδί… ούτε ξέρω τι έκανα. Δεν θυμάμαι τι έκανα. Τι τρώγαμε… απ’ τους κάτω; Φαντάζομαι ότι κάτι θα τρώγαμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να μαγειρέψουμε. […]Δεν το θυμάμαι. Δεν έχω μνήμες απελπισίας εγώ η ίδια. Απελπισία των γονιών μου. Αλλά εγώ η ίδια ήτανε σαν να πέρασα απ’ αυτήν την ιστορία.
Ο άντρας μου δεν μίλησε ποτέ για ποια νησιά επήγε και ποτέ για το πώς πέρασε, σε μας προσωπικά. Από διάφορες όμως φωτογραφίες που έστελνε στη μητέρα του κλπ ξέρω ότι επήγε Αι Στράτη, επήγε Ικαρία, επήγε… Ικαρία, Αι Στράτη και πού αλλού ήταν εξορία; […]Έκανε 10 χρόνια εξορία. Στα 10 χρόνια αφέθηκε, το ’57, είπαμε, ως αδειούχος εξόριστος. Ήρθε στην Αθήνα, τότε τον γνώρισα, παντρευτήκαμε […] Ποτέ δεν μίλησε. Μάλιστα και η Δήμητρα, η κόρη μου, και εγώ του ‘παμε ότι, για το παιδί, να ξέρει, τι ήταν ο πατέρας του.
Οι μνήμες ακολουθούν ‘υπόγειες διαδρομές’
Όταν, εε, ο πατέρας μου αρρώστησε … αρρώστησε και ήτανε, ξέραμε, δηλαδή ήτανε, οι μέρες που θα παίρναμε τις αξονικές και έχει καρκίνο εγκεφάλου. Ήτανε μετά από λίγες, από ένα μήνα περίπου, έχασε, έπεσε σε κώμα. Δηλαδή ήταν ο τελευταίος μήνας της ε.. ζωής του!Λοιπόν και έμπαινα… μπήκα στο δωμάτιό του ένα πρωί να του πω: Πάω σχολείο. Ήτανε δακρυσμένος πάλι και κοίταγε προς τοο, γιατί το σπίτι μας, εμάς, αυτό που μένουμε, τώρα, είναι ΑΚΡΙΒΩΣ ε… στα Τουρκοβούνια. Σε, στην παράλληλη της Δράκου. Λοιπόν. Και κοίταγε προς το βουνό, πάλι προς τα βράχια -γιατί το δωμάτιό του έβλεπε προς τα κει- και του λέω: Ρε μπαμπά, τι έχεις; Γιατί;Μου λέει: Ο Δημητρός με περιμένει! Είναι ΟΛΟ το άγημα, ΟΛΑ τα παιδιά. Ο Δημητρός είναι πρώτος! Τον βλέπω! Με τις μπότες του, τις ε… αυτές τις γερμανικές μπότες που έχει πάρει απ’ αυτόν τον Γερμανό, και ε, με περιμένουν κι εμένα! Είναι ΟΛΟ το άγημα εκεί! Όλα τα παιδιά! Εκεί πηγαίνω κι εγώ!Δηλαδή αυτό ήταν οι τελευταίες, απ’ τις τελευταίες λέξεις που, που είπε!
(συνέντευξη της οικογένειας Χ. στην ΟΠΙΑ, 17/11/2013)