Η ζωή στο Κολωνάκι, πριν τον πόλεμο, ήταν ομαλή. Περνούσαν οι πραματευτάδες με πανέρια στα γαϊδουράκια, γεμάτα λαχανικά, ψάρια και φρούτα […]Τα σπίτια ήταν πάντοτε ωραία και τα περισσότερα ήταν διώροφα ή τριώροφα. Ένα ωραίο σπίτι ήταν του Ράλλη, ένα άλλο του Παπαδημητρίου, στη Σκουφά.
Κάτοικοι
Μαγαζιά
Επίσης, υπήρχε ένα μανάβικο και ένα μεγάλο χασάπικο και. ίσως είναι αυτό που κάποιος αγηφητής μας το θυμάται με το όνομα “Βλαχοπούλα” και το οποίο άλλαζε συνεχώς ιδιοκτήτες, άλλοτε ήταν μανάβικο, ή μπακάλικο και αργότερα για πάρα πολύ καιρό ζαχαροπλαστείο με το όνομα “Ελληνικόν”.
Ακόμα στην Π. Ιωακείμ υπήρχε το φαρμακείο του “Μαλλούτα”, μια ΕΒΓΑ και το καφεκοπτείο του Μισεγιάννη. Από κάτω, στην Καψάλη υπήρχε άλλο μανάβικο και μπακάλικο. Στην οδό Πλουτάρχου υπήρχε ένας φούρνος.
Τα μαγαζιά αυτά, βέβαια, στην Κατοχή δεν είχανε και μεγάλη κίνηση, πάντως λειτουργούσανε. Απέναντι, από την άλλη μεριά της πλατείας Κολωνακίου, ήταν το καφενείο το “Βυζάντιο”. Εκεί υπήρχαν και ναργιλέδες μέσα και μπιλιάρδο και παίζαμε.
Στην περιοχή του Κολωνακίου υπήρχαν και κάποιες ταβέρνες, όπως το “Νοικοκυράκι”, ένα υπόγειο στην Πατριάρχου Ιωακείμ και Πλουτάρχου, κάποια άλλη στην Αχαιού και μια υπόγεια ταβέρνα με ωραίο κρασί στην Ηροδότου. Στις παρυφές του Λυκαβηττού υπήρχε από τότε το εστιατόριο του “Φιλίππου” και “Tο Όμορφο”, «ένα καφέ που πήγαιναν οι οπαδοί μετά τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό», αλλά και οικογένειες, ή γκουβερνάντες με μικρά παιδιά.
Στην Ηροδότου υπήρχε ο θερινός κινηματογράφος, το “Σινε-Κολό”,
Η πλατεία Κολωνακίου
Στο κέντρο του Κολωνακίου, υπήρχε εκεί που είναι και σήμερα η πλακοστρωμένη πλατεία του και απέναντι ένας ελεύθερος χώρος σε σχήμα «μπιντέ». Αυτός αργότερα ήταν γεμάτος με καθίσματα από τα μαγαζιά, όπως το Ελληνικόν και του Μπόκολα, «και πηγαίναμε το βράδυ η νεολαία, αλλά και μεγάλοι άνθρωποι, και καθόμασταν και βλεπόμασταν και ήταν πάρα πολύ ωραία!».
Γύρω – γύρω από την πλατεία Κολωνακίου τα παιδιά έπαιζαν και κρυφτό.
Κτήρια
Νοσοκομεία
Τη δεκαετία του 40 στην ευρύτερη περιοχή του Κολωνακίου υπήρχαν αρκετά νοσηλευτικά ιδρύματα. Ήταν ο Ευαγγελισμός, το ΝΙΜΙΤΣ και από πάνω ήταν το 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Επιπλέον κάποια κτίρια της Μονής Πετράκη είχαν επιταχθεί και έγιναν και αυτά νοσοκομείο.
Εκκλησίες
Σχολεία
Κάποιοι δάσκαλοι έχουν αφήσει τα ίχνη τους μέχρι σήμερα στις μνήμες εκείνων των παιδιών:
Στου Μακρή είχα εξαιρετικούς καθηγητές, είχα τον Ρένο τον Αποστολίδη, είχα τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και είχα, επίσης, έναν απίστευτο φιλόλογο, τον Ιωαννίδη. Εξαιρετικός…[…]
Οι δάσκαλοι στου Μακρή ήταν πολύ καλοί, τους θαύμαζα… κάποιοι άλλοι, όχι. Έχω και μια κακή ανάμνηση από ένα δάσκαλο Μουσικής, τον Βαβαγιάννη, από τον οποίο έφαγα δυο βιτσιές στα χέρια. Θα ήμουν άτακτη βέβαια, αλλά ήταν φοβερό, μεγάλη ντροπή.. Δεν πολυγινόταν τότε να δείρεις ένα κορίτσι…[…]Τα σχολεία στην Κατοχή είχαν κλείσει ή είχαν διαλυθεί. Τότε κοιτούσες να επιβιώσεις, το σχολείο ήταν δευτερεύον…
Η δική μου η τάξη λεγόταν η κόκκινη τάξη, γιατί αργότερα στο Γυμνάσιο ήταν όλοι αριστεροί. Ήταν ο Βίκτωρ ο Μελάς, ο Άρης ο Νικολετόπουλος, ο Κώστας ο Αξελός, ο Άδωνις Κύρου. Είμαστε πέντε και η ομάδα μας λεγόταν Α.Κ.Β.Α.Ν. Ήμασταν οι πρώτοι επονίτες. Ήμασταν όλοι αριστεροί Μας έβαλε μέσα ο Κίτσος ο Μαλτέζος.
Παιχνίδια
Άλλα, ελάχιστα τυχερά παιδιά έπαιζαν με ποδήλατα και πατίνια, δώρα συνήθως εισαγόμενα από το εξωτερικό. μια αφηγήτρια θυμάται με δέος, σήμερα.
Σε όλη την περιοχή δεν υπήρχε μεγάλη κίνηση, θυμάμαι ότι έκανα ποδήλατο χωρίς χέρια, από την Ιωάννου Γενναδίου μέχρι κάτω! Πολύ επικίνδυνο! Εκεί γλύτωσα παρά τρίχα…[…]Πηγαίναμε μπροστά στον Ευαγγελισμό και κάναμε πατίνια. Βγαίναν όμως από τα παράθυρα, επειδή κάναμε θόρυβο και μας διώχναν… Μια φορα κατεβαίνω στο δρόμο με τα πατίνια, παίρνω την Υψηλάντου, ζουνγκ, ζουνγκ, ζουνγκ… Η Υψηλάντου έχει μια κούρμπα. Όταν μ’ έπιασε η κούρμπα της καθόδου δεν ήξερα ότι κάνεις “έτσι” για να σταματήσεις. Λοιπόν έφευγα, έφευγα, και βγήκα στη Μονής Πετράκη και έκανα “έτσι” και σταμάτησα… παρά τρίχα θα με σκότωνε το φορτηγό, ναι, παρά τρίχα, βέβαια!
Ένα αγόρι, μικρό παιδί τότε αναπολεί σήμερα:
Το Κολωνάκι των παιδικών μου χρόνων εστιάζεται περισσότερο στα παιχνίδια, στην πλατεία Κολωνακίου, στην οδό Τσακάλωφ, όπου γυρνώντας από το σχολείο παραβγαίναμε ο ένας τον άλλο ποιός θα τρέξει πιο γρήγορα. Και τον Εθνικό Κήπο – τότε τον λέγαμε βασιλικό – τον είχαμε φάει με το κουταλάκι. Μπορώ και θυμάμαι τα διάφορα μέρη του κήπου και πώς τα ονομάζαμε και τι παίζαμε και τι παιχνίδια κάναμε.
Στο Βασιλικό Κήπο υπήρχανε διάφορες μικρές πλατείες, που τα παιδιά τους είχαν δώσει ευφάνταστα επίκαιρα ονόματα, όπως πλατεία Χίτλερ, καθώς εκεί σύχναζαν στην Κατοχή κάποιες Γερμανίδες γκουβερνάντες, πλατεία Τσώρτσιλ και πλατεία Ρούσβελτ. Κάθε πλατεία είχε τη δική της λεγόμενη συμμορία, που τις είχαν δώσει διάφορες ονομασίες, όπως αυτές του “Δικεφάλου αετού” ή του “Κουδούνη”. Στον Κήπο έπαιζαν και τις γκλυσίνες, σε ένα μέρος του κήπου, που είχε μεταλλικές κατασκευές, από τις οποίες πιανόντουσαν και έκαναν διάφορες γυμναστικές. Μετά υπήρχανε και οι λίμνες με τις πάπιες, «οι οποίες είχανε εξαφανιστεί βέβαια στην Κατοχή».
Ένα άλλο κλασικό παιχνίδι που έπαιζαν στο βασιλικό κήπο ήταν “τα χαρτόνια”,
Χαρτόνια ήτανε τα καπάκια απ’ τα κουτιά των τσιγάρων που μαζεύαμε, κάναμε έναν κύκλο και προσπαθούσαμε σε ομάδες ποιος θα πάρει τα χαρτόνια του αλλουνού. Και κάθε χαρτόνι είχε την δική του αξία, το πιο φτηνό ήταν το Δεκαπέντε, ένα τσιγάρο που κυκλοφορούσε στην Κατοχή, τα πιο ακριβά ήτανε τα Ναυτάκια, που είχανε μείνει από τους Άγγλους, και τα Κρέϊβεν, υπήρχε και το Φούκας και το Άρωμα. Αυτά ήτανε τα παιχνίδια μας, τότε.
Μια κοπελίτσα εκείνης της εποχής αναπολεί με νοσταλγία:
από τα πολύ ωραία πράγματα των παιδικών μου χρόνων ήταν το παιχνίδι στους πρόποδες του Λυκαβηττού, που τότε βέβαια ήταν άκτιστος, όπου με τις πρώτες βροχές έβγαιναν τα κυκλάμενα και οι κρόκοι!.
Τα παιδιά, στον πόλεμο και στην Κατοχή, διασκέδαζαν και στα σπίτια τους, ξεχνώντας για λίγο τις ζοφερές μέρες που περνούσαν, αυτοσχεδιάζοντας διάφορες παραστάσεις με επίκαιρα θέματα.
Κάναμε θέατρο, παίζαμε θέατρο! Ο καθένας είχε ένα μικρό ρόλο. Ήτανε πάντα μία που έπαιζε στο πιάνο και υποτίθεται πως έπεφτε μια μπόμπα και σκοτωνόμασταν όλες, αλλά το ωραίο ήταν ότι αυτή που ήταν στο πιάνο, έπεφτε πάνω στα πλήκτρα κι έκανε έναν ωραίο δυνατό θόρυβο. Κι ήτανε τόσο διασκεδαστικό! Οι γονείς μου είχαν πάρα πολύ ανησυχήσει, διότι όλα είχαν σχέση με πόλεμο και με βομβαρδισμούς….
Πολλές φορές μετά την Απελευθέρωση, μες την άγνοιά τους, παιδιά του Δημοτικού ακόμα, έπαιζαν πολύ επικίνδυνα παιχνίδια, έπαιζαν με κάλυκες από σφαίρες, αντί με βόλους.
Παίζαμε το μπάζι, βάζαμε τους κάλυκες στη σειρά και με έναν, τη μάνα, τους χτυπάγαμε […]
Όταν φύγανε οι Γερμανοί βρήκαμε ακόμα και γεμάτες σφαίρες και τις αδειάζαμε και παίρναμε το μπαρούτι, ή με ένα κλειδί τις χτυπάγαμε στον τοίχο για να κάνει μπαμ-μπουμ.[…]
Επίσης, θυμάμαι ότι πηγαίναμε και σκαλίζαμε τα γκρεμισμένα από τα Δεκεμβριανά και βρίσκαμε σφαίρες και πράγματα. Δεν σκεφτόμαστε ότι μπορεί να τιναχτούμε!
Βγαίναμε και παρακολουθούσαμε τα αεροπλάνα που πετούσανε και βομβαρδίζανε τα ιταλικά. Πηγαίναμε μετά και βλέπαμε τις τρύπες που είχανε δημιουργηθεί. Δεν είχαμε την αίσθηση του κινδύνου, είχαμε περάσει έναν ολόκληρο πόλεμο και δεν το σκεφτόμασταν. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να μας μαζέψει, διότι εκείνος είχε περισσότερη γνώση τι σημαίνει πόλεμος.
Σκανταλιές
Συγκοινωνίες
Για τις εκτός Αττικής μετακινήσεις όμως οι συνθήκες με τις συγκοινωνίες ήταν απελπιστικές, Η συγκοινωνία γινόταν με αυτοσχέδια μέσα και η έλλειψη καυσίμων, καθώς και ανταλλακτικών δυσχέραινε την κατάσταση:
Εγώ κάθισα κρεμασμένος από μια αλυσίδα, γιατί το φορτηγό είχε κατεβάσει το πίσω μέρος κι είχε βάλει πράγματα πάνω. Ώσπου να φτάσουμε στην Ελευσίνα είχε χαλάσει δυο φορές κι έπρεπε να σταματήσουμε για να βρει ανταλλακτικά. Για να φτάσουμε στη Σπάρτη μας πήρε μια εβδομάδα. Όταν έφτανε σε ανήφορο σηκωνόμαστε όλοι και σπρώχναμε το αυτοκίνητο να προχωρήσει. Κοιμόμαστε σε χαντάκια πλάι στο δρόμο..