Πρώτες μνήμες: βομβαρδισμοί στο Τατόι, σειρήνες και χαρακώματα στην Πλατεία της Μητέρας
Αν μου ζητάτε να σας πω κάποιες μνήμες, πότε άρχισα να έχω μνήμες, από την… ζωή μου, αυτές ξεκινάνε -δεν θυμάμαι, βέβαια, ημερομηνίες- αλλά ξεκινάνε με τους βομβαρδισμούς που έγιναν στο Τατόι από πλοία… [σ.τ. ερευνήτριας: πιθανότερο αεροπλάνα] αγγλικά και περνώντας οι οβίδες πάνω απ’ το σπίτι μας, άκουγα τον ήχο τους, οπότε και με τις σειρήνες που μας ειδοποιούσανε… Κατεβαίναμε έξω από την κατοικία μας ήταν η Πλατεία της Μητέρας και εκεί είχαν φτιάξει κάτι πρόχειρα χαρακώματα στα οποία μπαίναμε, μέχρι που να μας ειδοποιήσουν οι σειρήνες να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Αυτές είναι οι μνήμες από κει.
Και επίσης μια άλλη… Θυμάμαι, θυμάμαι, όταν οι Εγγλέζοι… θέλανε να πάνε προς το Τατόι, ευρίσκοντο στην… Ρίμινι, κοντά στην πλατεία. Και τότε ένας νεαρός γείτονας, ο οποίος γνώριζε την Αγγλική, πλησίασε τα τανκς, και τον ανέβασαν επάνω, για να τους κατευθύνει. Δεν υπήρχε δυνατότητα να περάσουνε, να διεκπεραιωθούν από την Ελευθερίου Βενιζέλου, γιατί ήτανε… υπήρχε κάποιο ποτάμι, και αναγκαστικά, απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, τους πήγε από τον Κόκκινο Μύλο. Και, ε, επέστρεψε στο σπίτι του μετά από μια βδομάδα καλοζωισμένος [χαμογελάει].
Σχολικό συσσίτιο μετά τον πόλεμο – Η ηθική της μητέρας
Όταν πλέον πήγαμε στο σχολείο, εκείνο που μου ΄κανε εντύπωση [με έμφαση], σαν παιδί, ήταν τα συσσίτια που όλα τα παιδιά στο δημοτικό, όχι όλα, τα περισσότερα παιδιά ήρχοντο με ένα κατσαρολάκι, μέσα σε μια πετσέτα [με έμφαση] και μετά από το σχολείο, πήγαιναν στην αυλή -το σχολείο μας ήτανε στους Αγίους Αναργύρους, στο δεύτερο Δημοτικό, με διευθυντή τον συγχωρεμένο τον Σαραντόπουλο.
Και όταν γύριζα στο σπίτι, έλεγα στη μάνα μου «Δώσε μου ένα κατσαρολάκι να πα να πάρω κι εγώ το συσσίτιο». Οπότε, βέβαια, έτρωγα την κατσάδα μου [αλλάζει τόνο μιλώντας πιο χαμηλόφωνα] «Τι θα πούμε στον κόσμο ότι εσύ, παιδί μπακάλη [με έμφαση], πηγαίνεις και παίρνεις το φαγητό των άλλων παιδιών που δεν έχουν να φάνε;» Ε, βέβαια, εγώ δεν το καταλάβαινα και πολύ-πολύ, μικρός ήμουνα… [ρουφάει αέρα και πλαταγίζει τα χείλη] αλλά μου έμεινε αυτή η ανάμνηση.
Όπως κι επίσης κάτι ανάλογο συνέβη, συνέβαινε, όταν παίζαν τα παιδιά στην πλατεία και… κατά τις δέκα-έντεκα η ώρα εξαφανιζόντουσαν όλοι να πα να πάρουν κάτι να φάνε. Και έβλεπα εγώ τα παιδιά, άλλος είχε μια φέτα ψωμί με σάλτσα, άλλος και αλάτι, άλλος είχε μια βρεγμένη φέτα ψωμί με ζάχαρη ή καμιά φέτα ψωμί μ΄ ελιές. Έτρεχα κι εγώ στο μπακάλικο κι έλεγα στη μητέρα μου «Δώσε μου ψωμί κι ένα κομμάτι τυρί να πάω να φάω έξω με τα παιδιά», πράγμα το οποίο δεν μου το επέτρεψε ποτέ. «Δεν μπορείς», λέει, «να τρως εσύ τυρί και τα παιδιά να τρώνε ε ψωμί με ζάχαρη και ψωμί με σάλτσα».
Ε, αυτό μου ‘μεινε, βέβαια, στο μυαλό μου και με στενοχωρεί ακόμα [με έμφαση] που εγώ είχα να φάω κάτι περισσότερο και καλύτερο από άλλους συνομήλικούς μου.